Ο Ντιέγκο Μαραντόνα μπορεί να χαρακτηρίστηκε “μάγος του ποδοσφαίρου”, ωστόσο, ο αδύναμος χαρακτήρας του, τον οδήγησε πρόωρα στο τέλος της καριέρας του.
Ο χαρισματικός αρχηγός της «Αλμπισελέστε», που ενέπνευσε γενιές και γενιές ποδοσφαιριστών και συνειδήσεων, που σκόραρε πάνω από 300 φορές, είχε και την πιο σκοτεινή πλευρά του. Ο άνθρωπος που για τους Αργεντινούς ήταν ένας εθνικός ήρωας, ο άνθρωπος που λατρεύτηκε περισσότερο από οποιονδήποτε μετά την Εύα Περόν, ήταν συνάμα κι ένας άσωτος υιός.
Ο αδύναμος χαρακτήρας του, σε συνδυασμό με τον εθισμό του στην κοκαΐνη, τον κράτησε μακριά από την μεγάλη του αγάπη, το ποδόσφαιρο.
Ήταν το 1991, όταν η ποδοσφαιρική του πορεία άρχιζε σιγά σιγά να τελειώνει. Βρισκόταν στη Νάπολη, κάνοντας τα όνειρα των ποδοσφαιρόφιλων Ναπολιτάνων πραγματικότητα, κατακτώντας το δεύτερο ιταλικό πρωτάθλημα με τον Ντιεγκίτο στο ρόστερ της. Τα ναρκωτικά, σε συνδυασμό με τις επαφές του με την Καμόρα, τις επιδόσεις του που πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, οι κοπάνες από τις προπονήσεις, οδήγησαν τη Νάπολη στην 8η θέση και τον Μαραντόνα στο στόχαστρο.
Τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς ήρθε η χαριστική βολή, όταν σε έλεγχο ντόπινγκ πριν τον αγώνα με το Μπάρι, ανιχνεύθηκαν στον οργανισμό του ίχνη κοκαΐνης και αποκλείστηκε από την αγωνιστική δράση σε όλες τις ποδοσφαιρικές διοργανώσεις για 15 μήνες.
Αποφασίζοντας να εγκαταλείψει την Ιταλία για το Μπουένος Άιρες, λογάριαζε χωρίς την Δίωξη Ναρκωτικών. Οι Ιταλοί αστυνομικοί είχαν ειδοποιήσει τους συναδέλφους τους στην Αργεντινή και ο Ντιεγκίτο συλλαμβάνεται για κατοχή ναρκωτικών, στο διαμέρισμά του.
Σύμφωνα με το περιοδικό El Grafico, καίριο ρόλο σε αυτή τη σύλληψη φέρεται να έπαιξε μία 25χρονη ξανθιά καλλονή, η οποία τον έκανε να την ερωτευτεί. Κατάφερε να τον πείσει, ότι ο έρωτας ήταν αμοιβαίος, με συνέπεια να αρχίσουν τα ραντεβού μεταξύ τους σε διάφορα μέρη της πόλης. Ωστόσο, επρόκειτο για μυστική αστυνομικό, η οποία επιστρατεύτηκε ως δόλωμα για να εισχωρήσει στο περιβάλλον του.
Το El Grafico υποστήριξε, ότι εκείνη ήταν ο ενδιάμεσος για τη σύλληψη του Μαραντόνα, κάτι που ωστόσο είχε διαψεύσει τότε η Ομοσπονδιακή Αστυνομία.
Στις 26 Απριλίου 1991, έπειτα από συντονισμένη επιχείρηση δύο ωρών, η αστυνομία κάνει έφοδο στο διαμέρισμα του γαμπρού του Γκαμπριέλ Εσποσίτο, συζύγου της αδελφής του, σε μία εργατική γειτονιά του Μπουένος Άιρες, ο Ντιεγκίτο συλλαμβάνεται με ποσότητα ναρκωτικών.
Το περιοδικό, επικαλούμενο ανώνυμες πηγές, ανέφερε ότι στο διαμέρισμα είχε πάει παρέα με την ξανθιά καλλονή, τονίζοντας ότι είδαν μία γυναίκα που ταίριαζε στην περιγραφή να φεύγει από το κτήριο.
Παράλληλα, ανέφερε ότι ο Μαραντόνα, που ήταν υπό την επήρεια, ρώτησε έναν από τους αστυνομικούς να «το φτιάξουν». «Είναι αδύνατον, δεν γίνεται να κάνουμε πίσω. Έχει 200 άτομα έξω», πρόσθεσε.
Όταν οι αστυνομικοί κατάφεραν να τον οδηγήσουν στο τμήμα, του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για κατοχή μισού κιλού κοκαΐνης.
Εκείνο το βράδυ της 26ης Απριλίου, πλήρωσε την εγγύηση και αφέθηκε ελεύθερος για να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.
«Ναι, έκανα χρήση κοκαΐνης. Ήθελα να ξεπεράσω το στρες και την πίεση από τη σωματική και ψυχολογική κόπωση. Έκανα πολλά λάθη στη ζωή μου. Πίστεψα ότι η κοκαΐνη θα με ανακούφιζε. Δεν είχα δίκιο, αλλά δεν είχα τις ηθικές δυνάμεις να αντισταθώ,» θα πει ο ίδιος λίγο καιρό αργότερα.
Οριστικά, τελείωσε την ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία το 1997 σε ηλικία 37 ετών: σε έναν αγώνα με την Κόλο-Κόλο υπέστη τραυματισμό που θα τον κρατούσε αδρανή για αρκετές ημέρες. Επανήλθε για να παίξει στις 25 Οκτωβρίου 1997, στον αγώνα της Μπόκα με την αιώνια αντίπαλο Ρίβερ Πλέιτ αλλά αντικαταστάθηκε στο ημίχρονο.
Ο αγώνας έληξε με νίκη της Μπόκα με 2-1 και αυτό θα ήταν και το τελευταίο επίσημο παιχνίδι του, καθώς ανακοίνωσε την αποχώρησή του από επαγγελματικό ποδόσφαιρο την ίδια ημέρα των 37ων γενεθλίων του, στις 30 Οκτωβρίου.