Ο Νίκος Τσιαντάκης είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής, ο οποίος αγωνιζόταν ως μέσος με συχνές προωθήσεις στην επίθεση.Στην καριέρα του κατάφερε να κερδίσει τον θαυμασμό και τον σεβασμό των αντιπάλων, όχι μόνο για την αγωνιστική του αξία αλλά και το ήθος του.
Της: Έπη Τρίμη
«Γεννήθηκα στα Τρίκαλα στις 20 Οκτωβρίου 1963. Φύγαμε από εκεί όταν ήμουν 5 χρονών για επαγγελματικούς λόγους του πατέρα μου. Έχω έναν αδερφό μικρότερο, ο οποίος έπαιξε κι εκείνος ποδόσφαιρο στον Ατρόμητο, ήταν καλός, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησε.
Όταν ήρθαμε στην Αθήνα μέναμε στη γέφυρα της Κολοκυνθούς που ενώνει τον Δήμο Περιστερίου με τον Δήμο Αθηναίων. Για 2-3 χρόνια προς τη μεριά του Περιστερίου και στη συνέχεια στην απέναντι πλευρά. Κολωνός, Ακαδημία Πλάτωνος, Σεπόλια… Σε αυτές τις συνοικίες μεγάλωσα. Το πατρικό μου είναι ακόμα στον Κολωνό.
Από μικρός είχα τρέλα με την μπάλα. Από το πρωί ως το βράδυ. Κοιμόμουν αγκαλιά μαζί της. Έπαιζα στις αλάνες, στο σχολείο, στους δρόμους… Όταν περνούσε κάποιο αυτοκίνητο σταματάγαμε και συνεχίζαμε αμέσως μετά.
Στα διαλείμματα παίζαμε μέχρι και με καπάκια από αναψυκτικά. Τσιγκάκια τα λέγαμε. Άλλες φορές με μπαλίτσες από κάτι πορτοκαλάδες που είχαν ένα εξόγκωμα. Τις κλώτσαγες εκεί κι αυτές πήγαιναν… όπου ήθελαν. Η καλύτερη μπαλίτσα ήταν μία που έβγαινε του Ευαγγελισμού και ήταν ολοστρόγγυλη γιατί το καπάκι έκλεινε προς τα μέσα».
«Πιθανότατα συνδέεται με τη σέντρα. Επειδή έβρισκα τον τρόπο να τη βγάζω από οποιοδήποτε σημείο του γηπέδου. Νομίζω ότι βγήκε όταν ήμουν στον Πανιώνιο. Υπήρχε και το «Τσιάντακας», βέβαια, από το επίθετό μου» , είχε πει ο Νίκος Τσιαντάκης σε συνέντευξή του στο sport-retro.gr.
Ο Νίκος Τσιαντάκης ξεκίνησε την καριέρα του από τον Ατρόμητο Αθηνών και στη συνέχεια αποκτήθηκε από τον Πανιώνιο και από εκεί τον Δεκέμβριο του 1987 μεταγράφηκε στον Ολυμπιακό για να αγωνιστεί επί 7 έτη (μέχρι τον Δεκέμβριο του 1994), κατακτώντας δύο Κύπελλα (1989-90, 1991-92) και ένα Σούπερ Καπ το 1992, χωρίς να καταφέρει να πανηγυρίσει κάποιο πρωτάθλημα.
Μετά από τον Ολυμπιακό αγωνίστηκε σε Άρη Θεσσαλονίκης, Ιωνικό Νίκαιας, ΟΦΗ και Εθνικό Αστέρα.
Με την Ελλάδα αγωνίστηκε για πρώτη φορά στις 2 Νοεμβρίου 1988, στον εκτός έδρας αγώνα εναντίον της Ρουμανίας για τα προκριματικά του Μουντιάλ 1990. Αγωνίστηκε συνολικά σε 47 αγώνες και σημείωσε 2 τέρματα. Συμμετείχε στην ομάδα που αγωνίστηκε στο Μουντιάλ 1994 στις ΗΠΑ.
Επίσης, αγωνίστηκε με την εθνική Νέων για το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα 1982.
Τον χειμώνα του 1994 ο Νίκος Τσιαντάκης άφησε τον Ολυμπιακό μετά από επτά ολόκληρα χρόνια και μεταπήδησε στον Άρη, ενώ ακολούθησε ο Ιωνικός, ο ΟΦΗ και ο Εθνικός Αστέρας.
«Ήθελα πάντα να προσφέρω, όπου κι αν αγωνιζόμουν. Παράλληλα, αναζητούσα ομάδες που είχα την προοπτική να απολαύσω καλό ποδόσφαιρο. Με καλούς παίκτες κ.τ.λ. Το σημαντικότερο, βέβαια, είναι η εκτίμηση των φιλάθλων που εισπράττω ακόμη και σήμερα.
Αγωνιστικά, με τον Άρη δεν βγήκαμε στην Ευρώπη για έναν πόντο, με τον Ιωνικό τα πήγαμε πολύ καλά, με τον ΟΦΗ παίξαμε Ευρώπη, ενώ ο Εθνικός Αστέρας σώθηκε άνετα. Στον ΟΦΗ ήταν ο τραυματισμός στην κλείδα που σου έλεγα και είχε ως αποτέλεσμα να χάσω το ματς με την Οσέρ. Αποκλείσαμε τότε τη Ρέικιαβικ και τη Φερεντσβάρος».
Από το 1988 ήταν μέλος της Εθνικής Ελλάδας. Αγωνίστηκε συνολικά 47 φορές με το εθνόσημο στο στήθος, ενώ αποκορύφωμα ήταν το ταξίδι του μαζί με την Εθνική στην τελική φάση του Μουντιάλ των ΗΠΑ.
Στις 2 Νοεμβρίου 1988, η Εθνική ομάδα αντιμετώπισε τη Ρουμανία για τη 2η αγωνιστική της προκριματικής φάσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1990 (ήττα με 3-0).
Στο Στάδιο της Στεάουα έμελλε να πραγματοποιήσει το ντεμπούτο του με την Ανδρών ο 25χρονος Νίκος Τσιαντάκης, ο οποίος είχε φορέσει και τη φανέλα της Νέων το 1982 κόντρα στην Ουγγαρία.
Στην επόμενη συμμετοχή του, στις 18 Ιανουαρίου 1989, στο εκτός έδρας φιλικό με την Αλβανία, ο άσος του Ολυμπιακού έγραψε το τελικό 1-1 και, παράλληλα, σημείωσε το ένα από τα δύο «γαλανόλευκα» γκολ του.
Το δεύτερο γκολ μπήκε στις 31 Οκτωβρίου 1990 κόντρα στη Μάλτα για την προκριματική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 1992.
Με τον Ολυμπιακό πέτυχε συνολικά 22 γκολ σε 186 εμφανίσεις. Το 1995 είχε έρθει η ώρα στα 32 του να φύγει και να πάει στην Θεσσαλονίκη και τον Άρη. Ταίριαξε κι εκεί. Έστω κι αν έμεινε για έναν χρόνο. Κατέβηκε ξανά προς Πειραιά μεριά, αυτή τη φορά για να φορέσει την φανέλα του Ιωνικού για δυο χρόνια. Πέρασε από τον ΟΦΗ και έκλεισε την καριέρα του στην Καισαριανή και τον Εθνικό Αστέρα. Είχε κλείσει τα 36 και όδευε προς τα 37.
Στα 48 του χρόνια ΄πήρε το πτυχίο του από την Γυμναστική Ακαδημία, με το μουστάκι να κάνει ακόμα παρέα στο πάνω χείλος του. Είχε αφήσει ένα μάθημα και αποφάσισε να το δώσει. Τελικά, αυτό ήταν το κυριότερο προτέρημα του Νίκου Τσιαντάκη.
Ποτέ δεν παρατούσε τίποτα. Ούτε το πτυχίο, ούτε το ποδόσφαιρο, ούτε καν μια φάση μέσα στον αγώνα…