Ο Ντιέγκο Μαραντόνα εκτός από μάγος της μπάλας ήταν ένας άνθρωπος με πλούσια φιλανθρωπική δράση, που ποτέ δεν ξέχασε από που ξεκίνησε.
Τέλη του μακρινού 1984, ο Μαραντόνα μεσουρανούσε στη Νάπολη. Είχε φτάσει στο στάδιο Σαν Πάολο το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς ως η ακριβότερη έως τότε μεταγραφή στο κόσμο. Εκείνη την εποχή ένας φτωχός πατέρας με άρρωστο παιδί, στην απόγνωσή του να βρει τα χρήματα που χρειάζονταν για την άμεση χειρουργική επέμβαση του, ζητάει από τον προπονητή και τη διοίκηση των «Παρτενοπέι» να διοργανωθεί ένας φιλικός αγώνας της ομάδας στην μικρή επαρχιακή πόλη του.
Ο άνθρωπος δεν ζητιάνευε. Ήθελε η ομάδα που υποστήριζε να δείξει την αλληλεγγύη, τη συμπαράσταση και την ανθρωπιά της μπροστά στον άρρωστο γιο του, δίνοντας του χαρά μέσα στο πόνο του. Έλπιζε ακόμη ότι με τα λιγοστά εισιτήρια στις υποτυπώδεις κερκίδες του τοπικού γηπέδου, να μαζευτούν κάποια χρήματα για να συμπληρώσει το τίμημα της επείγουσας επέμβασης στο μικρό αγόρι του.
Ο τότε πρόεδρος της Νάπολι Κοράντο Φερλαΐνο, δεν συμφώνησε. Αρνήθηκε το φιλανθρωπικό αγώνα επειδή φοβόταν πιθανούς τραυματισμούς των παικτών. Το περιστατικό έφτασε στα αυτιά του Μαραντόνα, ο οποίος «επαναστάτησε» εναντίον του προέδρου. Δεν λογάριασε τίποτε. Ούτε συμβόλαια ούτε απαγορεύσεις, ούτε συστάσεις. Ο «Πίμπε ντε όρο» (το “Χρυσό Αγόρι”) αδιαφόρησε για τα εκατομμύρια που είχαν στρωθεί στα πόδια του.
Το χαμίνι από τις αλάνες της φτωχογειτονιάς Βίλα Φιορίτο του Μπουένος Άιρες είχε ψυχή και κότσια. Πλήρωσε από τη τσέπη του τη ρήτρα 12 εκατομμυρίων λιρετών στην ασφαλιστική εταιρία Lloyd’s που ασφάλιζε τα πόδια των παικτών της Νάπολι, παρακινώντας στους συμπαίκτες του με τη φράση: «Δεν πα’ να πηδηχτεί και η Lloyd’s, ο αγώνας αυτός πρέπει να γίνει για χάρη του παιδιού!».
Μια μουντή, βροχερή και παγωμένη Δευτέρα του Γενάρη στο 1985, ο ασυμβίβαστος Αργεντινός και η ποδοσφαιρική παρέα του ταξίδεψαν, 15 χιλιόμετρα μακριά από την Νάπολη, στην άσημη εργατούπολη Ατσέρα. Μπήκε σε ένα γηπεδάκι σωστό χωράφι με ετοιμόρροπες κερκίδες στη μια μεριά και ανοιχτό παρκινγκ αυτοκινήτων στην άλλη.
Και εκεί σε ένα αγωνιστικό χώρο, κανονικό βάλτο, γεμάτο λακκούβες, έπαιξε σαν να ήταν τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ. Κυνήγησε χαμένες μπαλιές, έφτιαξε παιχνίδι, ντρίπλαρε, έκανε τάκλιν και ψαλιδάκια, πανηγύρισε τα δυο γκολ του με βουτιές στις λάσπες. Οι ταπεινοί άνθρωποι στην κατάμεστη εξέδρα παραληρούσαν από χαρά.
«Ήταν το μεγαλύτερο και πιο σημαντικό ματς της καριέρας μου» είπε ο Ντιεγκίτο , που δεν ξεχνούσε ποτέ από που προερχόταν, αγκαλιάζοντας τα πιτσιρίκια εκείνης της φτωχογειτονιάς. Από τα εισιτήρια και τη προσωπική οικονομική συνεισφορά του ίδιου καλύφθηκε με το παραπάνω το κόστος της επέμβασης του μικρού παιδιού της άπορης οικογένειας.
Τριανταπέντε χρόνια αργότερα, εκείνο το αγοράκι, υγιής και ώριμος άντρας πλέον μπορεί να διηγείται στα δικά του παιδιά πως μια χειμωνιάτικη μέρα ο κορυφαίος, τότε, ποδοσφαιριστής στο κόσμο τα «έδωσε όλα» μέσα στις λάσπες για να τον σώσει. Και μόνο γι αυτό ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα θα μείνει αξέχαστος.