Η Νάντια Κομανέτσι ήταν το 15χρονο κορίτσι που επαναπροσδιόρισε την ενόργανη γυμναστική στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ, με βαθμολογία που άγγιξε την τελειότητα.
Οι διοργανωτές, η ΔΟΕ και η εταιρεία Longines, που είχε αναλάβει τους φωτεινούς πίνακες επιδόσεων των αθλητών, είχαν εκτεθεί.
Η τελειότητα δεν είχε υπάρξει ποτέ στο άθλημα και δεν είχε προβλεφθεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ. Ένα 15χρονο κορίτσι, 149 εκατοστών και 39 κιλών, είχε νικήσει την ανθρώπινη ατελή φύση. Το ταμπλό της βαθμολογίας των αθλητών ήταν προγραμματισμένο να δείχνει μόνο ένα ψηφίο και δύο δεκαδικά, το 9,99 ήταν το «δικό» του τέλειο.
Το πρόγραμμα στους ασύμμετρους ζυγούς όμως που είχαν μόλις παρακολουθήσει οι κριτές δεν ήταν δυνατό να βαθμολογηθεί με κάτι λιγότερο από το απόλυτο. Δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι αυτό που είχε εκτυλιχθεί μπροστά στα μάτια τους από τη μικρή Ρουμάνα ήταν αψεγάδιαστο σε όλα: κίνηση, χάρη, ανταπόκριση στο βαθμό δυσκολίας. Η αδυναμία του φωτεινού πίνακα να ανταποκριθεί απεικονίστηκε στο «1,00».
Η Νάντια Κομανέτσι είχε μόλις επαναπροσδιορίσει την ενόργανη γυμναστική. Το άθλημα χωρίζεται στο πριν και το μετά της εμφάνισης της. Η δημοφιλία του εκτινάσσεται και τα γυμναστήρια σε όλο τον κόσμο (και δη σε αυτόν του ανατολικού μπλοκ) γεμίζουν από ορδές κοριτσιών, που ονειρεύονται το δικό τους «10».
Η Κομανέτσι γίνεται πρωτοσέλιδο στον παγκόσμιο Τύπο, στο σπίτι της στο Όνεστι φτάνουν περισσότερα από 60.000 γράμματα. Τρία εξ’ αυτών προέρχονται από τον Χουσεΐν της Ιορδανίας, τον Αμερικανό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ και τον Γάλλο ομόλογό του Ζισκάρ Ντ’ Εστέν! Όλοι θέλουν να γνωρίσουν το «κορίτσι – θαύμα» της παγκόσμιας γυμναστικής.
Αυτή τη δόξα όμως δεν είναι δικαίωμα της Κομανέτσι να την απολαύσει. Δεν είχε καν πανηγυρίσει το «10αρι» της στο Μόντρεαλ. Την ώρα που στις εξέδρες οι εκδηλώσεις είναι αντάξιες τις ιστορικής στιγμής, εκείνη αρκείται σε ένα τυπικό μειδίαμα. Αφού τσεκάρει τη βαθμολογία της, φοράει αμέσως τη φόρμα της και αποχωρεί, σαν στρατιωτάκι που επιτελεί το καθήκον του. «Είχα αμέσως μετά αγώνισμα στο άλμα και έπρεπε να ετοιμαστώ», εξηγεί τη σχεδόν απόκοσμη στάση της.
Για εκείνην δεν είναι παρά μία ημέρα ακόμα στη δουλειά. Και η καθημερινότητα της δεν θα αλλάξει προς το καλύτερο ούτε μετά τη μεγάλη επιτυχία. Εξακολουθεί να ζει σε μια αποστειρωμένη γυάλα, εντεταλμένη απ’ το καθεστώς να υποδύεται το ρόλο της ακούραστης, άφθαρτης εργάτριας και να διαφημίζει την ανωτερότητά του. Οι προπονήσεις είναι οχτάωρες επί εξαήμερης βάσης και ενίοτε τόσο σκληρές που μόνο σε μια δικτατορία μπορούν να συγκαλυφθούν οι μέθοδοι του εθνικού γυμναστή Μπέλα Κάρολι. «Υπήρχαν μέρες που μας χτυπούσε μέχρι να τρέξει αίμα από τη μύτη μας», έχει αποκαλύψει η συναθλήτρια της Κομανέτσι, Ρόντιτσα Ντούντσα. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ το ξύλο που μου έριχνε και ειδικά τα χαστούκια στο πρόσωπο», υπερθεματίζει η θρυλική Εκατερίνα Σάμπο, κάτοχος τεσσάρων χρυσών μεταλλίων στους Ολυμπιακούς Αγώνες στου Λος Άντζελες.
Η σπαρτιατική πειθαρχία και η τυφλή υποταγή στα κελεύσματα του… αθλητικού ιδεώδους περιελάβανε και εξαντλητική δίαιτα. Παραμονή των αγώνων υπήρχαν στα δωμάτια των κοριτσιών άνδρες ασφαλείας για να τσεκάρουν ακόμα και πόσο νερό θα πιουν. Στην περίπτωση της Κομανέτσι θρυλείται ότι περιελάμβανε και κακοποίηση – σωματική και ψυχολογική – από τον γιο του Νικολάε Τσαουσέσκου, Νίκου. Η ίδια το έχει αρνηθεί, ωστόσο στη Ρουμανία ποτέ δεν κατέρρευσε η φημολογία ότι υπήρξε κάποια εποχή ερωμένη του, δίχως… εναλλακτική επιλογή.
Για άλλα τέσσερα χρόνια, έως τους Ολυμπιακούς του 1980, υπάρχουν δύο πράγματα για τη Νάντια και τις υπόλοιπες σταρ της ρουμανικής σχολής γυμναστικής: πείνα και πόνος. Ακόμα και για να αναπνεύσουν διαφορετικά πρέπει να πάρουν άδεια. Τότε διαδίδεται ο αστικός μύθος (;) ότι η Κομανέτσι έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, πίνοντας χλωρίνη. Σύμφωνα με την ίδια απείλησε, αλλά τελικά δεν το έκανε. «Το 1978 ήμουν δυστυχισμένη. Ζούσα σε ένα διαμέρισμα γεμάτο κοριούς. Συνεχώς με παρακολουθούσαν πράκτορες. Έτσι, μια ημέρα τους έδειξα τη χλωρίνη και τους είπα ότι θα αυτοκτονήσω για να γλιτώσω».
Το ’80 στη Μόσχα η αναμέτρηση δεν αφορούσε μόνο τις οικοδέσποινες Σοβιετικές με την παρέα της Κομανέτσι, αλλά και του Μπρέζνιεφ με τον απεχθή – λόγων των τάσεων ανεξαρτητοποίησης από το σοβιετικό μπλοκ – Τσαουσέσκου. Το χρυσό στο σύνθετο ατομικό κρινόταν στη δοκό. Για να οδηγήσει στο πρώτο σκαλί του βάθρου τη Ρουμανία, η Κομανέτσι χρειάζεται 9,95. Από τις εξέδρες ακούγεται η ιαχή «πέσε, πέσε»! Το πρόγραμμα που εκτελεί όμως είναι καταπληκτικό και προκαλεί την… αμηχανία των κριτών. Οι διαβουλεύσεις τους κρατούν 28 ολόκληρα λεπτά! Τελικά συμβαίνει το αναμενόμενο. Ο Σοβιετικός και ο Πολωνός κριτής την αξιολογούν με το μίνιμουμ (9,80), ρίχνουν το μέσο όρο της βαθμολογίας της στο 9,85 και το κοινό ξεσπάει σε πανηγυρισμούς.
Η Κομανέτσι φεύγει από τη Μόσχα με την ταμπέλα της όχι και τόσο… επιτυχημένης. Αυτή ήταν η ερμηνεία για τον απολογισμό των δύο χρυσών και δύο ασημένιων μεταλλίων και μάλιστα «εκτός έδρας»! Καταδικασμένη να ανταποκριθεί στο μοντέλο της τελειότητας, «έσπασε». Είχε ήδη κατακτήσει 18 χρυσά, 8 ασημένια και δύο χάλκινα σε Ολυμπιακούς, Παγκόσμιο και Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα από το ’76 έως το 80′! Χωρίς να το καταλάβει είχε μετατραπεί σε μια παραγωγή «άρτου και θεάματος» για το καθεστώς Τσαουσέσκου. Υπηρετώντας την ιδεοληψία της ανάδειξης ενός συστήματος που είχε την εκπληκτική ικανότητα να μετατρέπει σε ρομπότ αυτό που υποτίθεται ότι είχε ως επίκεντρο: τον άνθρωπο.
Η Μόσχα ήταν ουσιαστικά το κύκνειο άσμα της σε αθλητικό επίπεδο. Ακόμα και μετά την απόσυρση της όμως, η κυβέρνηση δεν είχε καμία διάθεση να χάσει από τους «δυτικούς» το πιο αναγνωρίσιμο προϊόν της χώρας. Αντιλαμβανόμενη τις τάσεις φυγής της Κομανέτσι, που «αφυπνίστηκε» αφότου έπαψε να δουλεύει νυχθημερόν χωρίς να σκέφτεται, της επέβαλε απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. «Ένιωθα οργή. Ήθελα να είμαι ελεύθερη, να έχω ευκαιρίες, το δικό μου χώρο. Αισθάνθηκα σαν φυλακισμένη. Στην πραγματικότητα, ήμουν πάντα φυλακισμένη…».
Το απωθημένο φυγείν αδύνατο. Το Νοέμβριο του 1989, στα 28 χρόνια της, μετείχε με άλλους πέντε συναθλητές και συναθλήτριες της σε μια «κινηματογραφική» απόδραση. Η ομάδα έφτασε μεσάνυχτα σε μια συνοριακή πόλη με την Ουγγαρία και κάτω απ’ τη μύτη των φυλάκων περπάτησε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι προς την ελευθερία. «Δεν τολμούσαμε καν να σκεφτούμε τι θα συνέβαινε αν γινόμασταν αντιληπτοί», έχει πει για το γεγονός η γυμνάστρια – φαινόμενο, που για ακόμα μία φορά είχε υπερβεί τα όρια.
Στην Ουγγαρία οι αυτομολήσαντες έλαβαν τριήμερη άδεια παραμονής και από εκεί μετέβησαν στην Αυστρία. Η θρυλική Νάντια ήταν το διαβατήριο για τον «ελεύθερο κόσμο», αφού η επίσκεψη στην αμερικανική πρεσβεία της Βιέννης εξασφάλισε πτήση προς τη Νέα Υόρκη. Την επομένη, σύσσωμος ο διεθνής Τύπος αναπαρήγαγε την είδηση της «απόδρασης» μιας εκ των διασημότερων εκπροσώπων του ανατολικού μποκ στη δύση.
Ήταν ένα μόλις μήνα μετά την εξέγερση στη Ρουμανία, την κατάρρευση του καθεστώτος και την εκτέλεση του δικτάτορα. Αν ήξερε τι μέλλει γενέσθαι, η Κομανέτσι δεν θα είχε διαφύγει, όπως δήλωσε κατόπιν. Η ευνοϊκή συγκυρία είχε όμως ως αποτέλεσμα να μην σταμπαριστεί στην πατρίδα της ως «προδότρια».
Πέντε χρόνια αργότερα η Νάντια επέστρεψε στη Ρουμανία για να δει την οικογένειά της και ακολούθως γύρισε πίσω στις ΗΠΑ για να κάνει τη δική της. Σήμερα είναι 58 ετών, έχει ένα γιο και είναι μια επιτυχημένη επιχειρηματίας, τρέχοντας μαζί με τον σύζυγό της τη γυμναστική Ακαδημία «Perfect 10». Είναι επί τιμής πρόεδρος της ρουμανικής ομοσπονδίας ενόργανης γυμναστικής και της ολυμπιακής επιτροπής της χώρας, ενώ διακρίνεται για την πλούσια φιλανθρωπική δράση της, με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στη Ρουμανία.
Το πρώτο «perfect 10» της παγκόσμιας γυμναστικής ήταν προϊόν πειράματος από ένα σύστημα που γυάλιζε με τα καλύτερα «θαμπωτικά» τη βιτρίνα, τραυματίζοντας στο background παιδικές ψυχές με προγράμματα ανάδειξης πρωταθλητών που η «ένοχη» φύση τους τα εξομοίωσε επί σειρά ετών με απόρρητα κρατικά μυστικά.
Εν αντιθέσει με πολλές άλλες περιπτώσεις αθλητών, σε αυτήν της Κομανέτσι τα τραύματα επουλώθηκαν με τα χρόνια, ίσως γιατί η δική της τελειότητα δεν ήταν δυνατό να καμφθεί ούτε από φωτεινούς πίνακες, ούτε από αυταρχικά καθεστώτα.