Ο Γιώργος Κούδας γεννήθηκε στον Άγιο Παύλο Θεσσαλονίκης στις 23 Νοεμβρίου 1946. Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.
Της: Έπη Τρίμη
Το 2003 ψηφίστηκε ως ο πέμπτος καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής από την Ε.Π.Ο. για το εορτασμό των 50 χρόνων της ΟΥΕΦΑ.
Ο Γιώργος Κούδας ήταν άριστος τεχνίτης της μπάλας, πολύ καλός οργανωτής και εξίσου καλός σκόρερ. Οι περίτεχνες ενέργειές του τον έκαναν εξαιρετικά αγαπητό στους φιλάθλους του ΠΑΟΚ όπου αγωνίστηκε από το 1963 έως το 1984. Ήταν όμως ποδοσφαιριστής του “Δικεφάλου” και στα εφηβικά τμήματα του συλλόγου, ήδη από το 1958. Οι φίλοι του ΠΑΟΚ τον αποκαλούσαν “Μεγαλέξανδρο”.
Το καλοκαίρι του 1966 αποκτήθηκε από την ομάδα του Ολυμπιακού, στην οποία όμως ουδέποτε συμμετείχε σε επίσημο αγώνα, γιατί δεν δόθηκε συγκατάθεση από τη διοίκηση του ΠΑΟΚ (δεν υπήρχαν ακόμη τα επαγγελματικά συμβόλαια) κι αυτό ως αποτέλεσμα είχε να μείνει για περίπου 2 χρόνια εκτός αγωνιστικής δράσης. Η ιστορία εκείνη προκάλεσε και βεντέτα μεταξύ των οπαδών των δύο ομάδων, που κράτησε πολλά χρόνια.
Αγωνίστηκε σε 504 αγώνες πρωταθλήματος και σημείωσε 133 γκολ, ενώ στο κύπελλο σε 70 συμμετοχές σκόραρε 27 γκολ. Συνολικά μαζί με τους ευρωπαϊκούς αγώνες και τους φιλικούς έχει αγωνιστεί 780 φορές με τη φανέλα του ΠΑΟΚ, σκοράροντας 220 τέρματα. Κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδας την περίοδο 1975-76 και 2 κύπελλα Ελλάδας, το 1972 και 1974. Ως αρχηγός της ομάδας, ευτύχησε ο ίδιος να σηκώσει πρώτος αυτά τα τρόπαια.
Στο διάστημα 1967-1982 ο Γιώργος Κούδας υπήρξε διεθνής 43 φορές με την εθνική Ελλάδας, ενώ υπήρξε μέλος της στην τελική φάση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος του 1980 στην Ιταλία.
Τον Σεπτέμβριο του 1995 δόθηκε προς τιμήν του φιλικός αγώνας στο γήπεδο της Τούμπας ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία, στον οποίο αγωνιζόμενος στα πρώτα λεπτά του αγώνα έγινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στην εθνική ομάδα, σε ηλικία 49 ετών.
Ο Γιώργος Κούδας κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου Ενόπλων 1968 με την εθνική Ενόπλων. Επίσης αγωνίστηκε με την εθνική Νέων στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα το 1965 σε δύο αγώνες πετυχαίνοντας ισάριθμα τέρματα, καθώς και στην εθνική Ελπίδων, με την οποία το 1969 κατέκτησε το Βαλκανικό Κύπελλο.
Διηγείται, ο Γιώργος Κούδας αναπολώντας το ξεκίνημα στα 12 του χρόνια: «Κάποια μέρα, λοιπόν, στην πλατεία της Παλιάς Λαχαναγοράς με είδε ο κυρ Πρόδρομος, ένας Πόντιος που δεν ζει πια και με πήγε στον ΠΑΟΚ, στο γήπεδο της Τούμπας που τότε θεμελιωνόταν. Την πρώτη φορά ο Σέφσκι δεν με διάλεξε. Εγώ στενοχωρήθηκα. Ξέρετε, για να πας έπρεπε να πληρώσεις το εισιτήριο του λεωφορείου, περίπου 70 λεπτά… Την άλλη μέρα ο κυρ Πρόδρομος με ξαναπήγε στην Τούμπα. Η προπόνηση γινόταν σ’ ένα χώρο δίπλα στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Θυμάμαι ότι εκείνη την ημέρα φορούσα ένα παπούτσι ελβιέλα αρκετά μεγαλύτερο από το νούμερό μου- είχα και μικρό πόδι! Ο Σέφσκι με επέλεξε. Μετά την επιλογή μας έκανε δύο ομάδες και παίξαμε δίτερμα. Ύστερα ήρθε ο φωτογράφος, έστησε τον τρίποδα, έβγαλε φωτογραφία και ο συγχωρεμένος Βασίλης Σιδηρόπουλος που ήταν το κουμάντο στα γραφεία του ΠΑΟΚ, μου λέει: 360p geselecteerd als afspeelkwaliteit «Σπάσε μια υπογραφούλα». Εγώ βάζω την υπογραφή και μου λέει «καπάντζα!», που σήμαινε παγίδα. Έτσι πιάστηκε ο Κούδας στη φάκα του ΠΑΟΚ», θα εξιστορήσει ο ίδιος. Στα 12 χρόνια του λοιπόν, γίνεται μέλος της μεγάλης οικογένειας του ΠΑΟΚ. Ο Γιώργος Κούδας το 1966 Μέσα στο παιχνίδι ήταν κυρίαρχος. Ένας ηγέτης που καθοδηγούσε την ομάδα, μοίραζε τη μπάλα, έβαζε γκολ, δημιουργούσε ωραίες φάσεις. Οι οπαδοί του ΠΑΟΚ τον λάτρευαν σαν τοτέμ, οι φίλαθλοι των άλλων ομάδων τον θαύμαζαν και τον σέβονταν. Ήταν ένας καλός λόγος για να πάει κάποιος στο γήπεδο.
Άριστος σκόρερ και… μανιώδης καπνιστής Αγωνίστηκε σε 504 αγώνες πρωταθλήματος και σημείωσε 133 γκολ, ενώ σε αγώνες Κυπέλλου είχε 70 συμμετοχές και σκόραρε 27 γκολ. Συνολικά, μαζί με τους ευρωπαϊκούς αγώνες και τους φιλικούς έχει αγωνιστεί 780 φορές με τη φανέλα του ΠΑΟΚ, πετυχαίνοντας 220 τέρματα. Κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδας την περίοδο 1975-76 και δύο κύπελλα Ελλάδας, το 1972 και 1974. Ως αρχηγός της ομάδας, ευτύχησε να σηκώσει εκείνος πρώτος τα τρόπαια αυτά. Δεν συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό του για τη μανία του με το κάπνισμα.
Μια μεταγραφή που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ Τη σεζόν 1965-66 έπαιξε σε 29 αγώνες της Α’ Εθνικής, σκοράροντας 13 γκολ. Ένα απ΄αυτά ήταν και στο 3-2 του ΠΑΟΚ επί του Ολυμπιακού στο παιχνίδι της Τούμπας. Το ποδόσφαιρο τότε δεν ήταν επαγγελματικό και οι παίκτες δεν είχαν συμβόλαια, αλλά δελτία τα οποία κρατούσαν οι ομάδες. Αν κάποιος ήθελε να φύγει, αυτό γινόταν μόνο με τη συγκατάθεση του σωματείου. Αν η ομάδα διαφωνούσε, ο παίκτης έμενε όλη του την ποδοσφαιρική ζωή στην ίδια ομάδα. Στις 14 Ιουλίου 1966, η είδηση έπεσε σαν βόμβα στην Θεσσαλονίκη: ο Κούδας μαζί με τον πατέρα του, βρέθηκαν στην Αθήνα, με τον νεαρό παίκτη αποφασισμένο να υπογράψει δελτίο στον Ολυμπιακό!
Η οικογένεια Κούδα ήταν φτωχή, ο νεαρός Γιώργος έπαιζε ποδόσφαιρο και ταυτόχρονα εργαζόταν για να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα. Ο ΠΑΟΚ προσπάθησε να βοηθήσει, ανοίγοντας ουζερί στον πατέρα του. Φάνηκε, όμως, ασυνεπής. Τα γραμμάτια διαμαρτυρήθηκαν και το χρέος 150.000 δραχμών που δημιουργήθηκε σε βάρος του ήταν δυσβάσταχτο για τα δεδομένα της εποχής. Ο Ολυμπιακός προσφέρθηκε να βοηθήσει κι έτσι ο Κούδας και ο πατέρας του αποφάσισαν να φύγουν από τη Θεσσαλονίκη. Ο κόσμος του ΠΑΟΚ αναστατώνεται, με τη διοίκηση του Δικεφάλου να δηλώνει ότι ο «Κούδας δεν παραχωρείται», ενώ μαζί με τον Ολυμπιακό ενεργοποιούνται κι άλλες ομάδες του κέντρου.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, οι «ερυθρόλευκοι» υπόσχονται σπίτι στον Κούδα, δουλειά στον πατέρα του και προσφέρουν στον ΠΑΟΚ 800.000 δραχμές συν τέσσερις παίκτες. Ο Παναθηναϊκός κάνει ρελάνς, δίνοντας 1 εκατομμύριο δραχμές και τέσσερις ποδοσφαιριστές πρώτης γραμμής. Ο ΠΑΟΚ αρνείται πεισματικά, την ώρα που ο νεαρός άσος υπογραμμίζει ότι δεν πρόκειται να πάει σε άλλη ομάδα πλην του Ολυμπιακού, ανυπομονώντας να γνωρίσει από κοντά τον θρυλικό Μάρτον Μπούκοβι, που λίγους μήνες νωρίτερα είχε οδηγήσει τον Ολυμπιακό στην κατάκτηση του πρωταθλήματος έπειτα από έξι ολόκληρα χρόνια.
Την 1η Αυγούστου, ημέρα που ολοκληρώνονται οι μεταγραφές, οι φίλοι του ΠΑΟΚ συγκεντρώνονται έξω από τα γραφεία για να αποτρέψουν ενδεχόμενη μεταγραφή, η οποία τελικά δεν πραγματοποιείται ποτέ. Ο Κούδας, πάντως προπονείται με τον Ολυμπιακό και παίζει σε φιλικούς αγώνες. Με παρέμβαση του ΠΑΟΚ τιμωρείται με 15νθήμερο αποκλεισμό.
Ο νεαρός Κούδας με την φανέλα του Ολυμπιακού. Τελικά η μεταγραφή δεν ολοκληρώθηκε. Ο Ολυμπιακός πιέζει κι αυτός χωρίς αποτέλεσμα και ο Κούδας αντί να πάει στο Καραϊσκάκη, παρουσιάζεται για τη στρατιωτική του θητεία. Έτσι βρέθηκε αναγκαστικά εκτός γηπέδων για δυο χρόνια. Στο μεταξύ επιβλήθηκε η δικτατορία και επικεφαλής του αθλητισμού έγινε ο διαβόητος χουντικός Κώστας Ασλανίδης. Ο πανίσχυρος «Γενικός» πρότεινε στον Γιώργο Παντελάκη να επιστρέψει ο Κούδας στον ΠΑΟΚ και ύστερα από δυο χρόνια να πάει στον Ολυμπιακό, αλλά ο αείμνηστος παράγοντας του Δικεφάλου αρνήθηκε. Θρυλείται, μάλιστα, ότι είπε και το περίφημο: «Εγώ μπορεί να πάω στη Γυάρο, ο Κούδας όμως δεν θα παίξει στον Ολυμπιακό«. Ο Ασλανίδης άλλαξε τακτική και προειδοποίησε τον Κούδα ότι αν δεν γυρίσει στον ΠΑΟΚ, δεν πρόκειται να ξαναπαίξει μπάλα. Δυο χρόνια μετά τη φυγή του από τη Θεσσαλονίκη, ο Κούδας επέστρεψε στον ΠΑΟΚ. Την πρώτη του προπόνηση παρακολούθησαν 12.000 ΠΑΟΚτσήδες, που τον αποθέωσαν. «Γύρισα γιατί το ήθελα και γιατί έπρεπε. Δεν ζητώ τίποτε«, είναι η δήλωσή του και ο Κούδας ξαναπαίζει μπάλα, γράφοντας ιστορία με τον ΠΑΟΚ.
Στο διάστημα 1967-1982 ο Γιώργος Κούδας υπήρξε διεθνής 43 φορές με την Εθνική Ελλάδας, ενώ ήταν μέλος της ομάδας που συμμετείχε στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1980 στην Ιταλία. Τον Σεπτέμβριο του 1995 δόθηκε προς τιμήν του φιλικός αγώνας στο γήπεδο της Τούμπας ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Παίζοντας στα πρώτα λεπτά του αγώνα ο τότε 49χρονος Κούδας έγινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στην εθνική ομάδα. Γιώργος Κούδας: «ΠΑΟΚ. Τα τέσσερα ιερά γράμματα είναι πάνω απ’ όλα. Όλα τα υπόλοιπα είναι από εκεί και κάτω. Το λέω, ξέρετε, με όλη τη συναίσθηση της ευθύνης, γιατί το έζησα αυτό»
Ο Μανώλης Ρασούλης αποκάλυψε πως ο Κούδας τρόμαξε όταν άκουσε στο ραδιόφωνο για πρώτη φορά το τραγούδι. «Έβαλα μπροστά το αυτοκίνητο και… έπεσα επάνω στο «Κούδας» και λέω τι έχω κάνει;» Όταν ρωτήθηκε ο μουσικοσυνθέτης για την έμπνευση του να «ταιριάξει» τον Βούδα με τον Κούδα ο ίδιος απάντησε: «Η ουσία του βουδισμού είναι να παίρνεις τη ζωή σαν παιχνίδι. Ο Βούδας από τη μια πλευρά το δίδασκε αυτό και ο Κούδας από την άλλη δίδασκε το ίδιο, αλλά σε ανθρώπινο επίπεδο: Πως το παιχνίδι είναι η ανακατακτημένη παιδικότητα που ονομάζουμε «βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο!». Διότι ο Γιώργος ήταν «βραζιλιάνος» ποδοσφαιριστής, ήταν μάτζικ! Έτσι μου «έκατσε» πολύ στιχουργικά, το Βούδας – Κούδας. Και εγώ πλέον λέω «και Βούδας και Κούδας», δηλαδή έχουμε και το ανθρώπινο και το θεϊκό. Μακάρι να αντιλαμβανόμασταν τη ζωή μας σαν παιχνίδι που έχει μαγεία και μας οδηγεί κάπου: στη γνώση, στην απελευθέρωση, στη λύτρωση. Να ζούμε όπως ο Κούδας έπαιζε μπάλα. Αέρινος, δυνατός, μάτζικ. Παιχνίδι με νόημα, ζωή με νόημα. Ελπίζω να βάλω κι εγώ –πολιτιστικά μιλώντας- γκολ στα δίχτυα της άγνοιας»….
Πηγές: wilkipedia|mixanitouxronou.gr | Αφιέρωμα του Δημόκριτου Παπαλεξόπουλου και από το εικονογραφημένο παραμύθι του δημοσιογράφου Τριαντάφυλλου Πετκανόπουλου «Το μικρό Παοκτσάκι και ο Μεγάλος ΠΑΟΚ»