Τη θλίψη σκόρπισε στον αθλητικό και τηλεοπτικό κόσμο η είδηση ότι ο Γιάννης Διακογιάννης έφυγε από τη ζωή στα 91 του χρόνια.
Ο ίδιος αποτέλεσε έναν εκ των κορυφαίων στον χώρο της αθλητικής δημοσιογραφίας, με ευρύ φάσμα γνώσεων στον κλασικό αθλητισμό και στο ποδόσφαιρο, ενώ ξεχώριζε για τις περιγραφές του.
Ο Γιάννης Διακογιάννης γεννήθηκε στη Αθήνα όπου και ασχολήθηκε με τον αθλητισμό από την εφηβική ηλικία, με ιδιαίτερη αδυναμία στον στίβο. Σπούδασε μουσική στη Γαλλία, όμως τελικά τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Κάλυψε με ανταποκρίσεις του πάρα πολλές κορυφαίες διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων Παγκόσμια Κύπελλα ποδοσφαίρου (ξεκινώντας από αυτό του 1954 στην Ελβετία και τερματίζοντας με αυτό του 1998 στη Γαλλία), διεθνείς αγώνες και παγκόσμια πρωταθλήματα στίβου, τελικούς αγώνες διασυλλογικών ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων (όπως του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 μεταξύ Άγιαξ και Παναθηναϊκού). Το 2004 υπήρξε σχολιαστής στους αγώνες της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου ανδρών στο Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου όταν και το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα κατέκτησε το τρόπαιο.
Από το Σεπτέμβριο του 1966 έως το 1983 ήταν ο βασικός παρουσιαστής της εβδομαδιαίας αθλητικής τηλεοπτικής εκπομπής «Αθλητική Κυριακή» (αρχικά «Αθλητικά Νέα»), ενώ το Σεπτέμβριο του 1969 είχε παρουσιάσει το 9ο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Αθλητισμού, που διεξήχθη στο Στάδιο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» και αποτέλεσε την πρώτη μετάδοση αγώνων στίβου από ελληνικό τηλεοπτικό συνεργείο.
Εργάστηκε επίσης σε ιδιωτικό κέντρο αθλητικού ρεπορτάζ, ως καθηγητής δημοσιογραφίας. Από τα έργα του ξεχωρίζουν το τετράτομο «100 Χρόνια Ποδόσφαιρο» (Μίλητος, 2006), το «60 Χρόνια Μουντιάλ» (Λιβάνης, 1990), το «Οι Μεγάλες Μορφές του Αθλητισμού» (Κάκτος, 1979) κ.α. Ήταν, ακόμη, παραγωγός μουσικών ραδιοφωνικών εκπομπών.
«Αθλητική Κυριακή»
Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς παρουσίασε και την πρώτη αθλητική εκπομπή στην Ελλάδα, η οποία μετά από λίγο καιρό μεταφέρθηκε από τη Δευτέρα, στο πρόγραμμα της Κυριακής και πήρε το όνομα “Αθλητική Κυριακή”.
Σήμερα αποτελεί την πλέον ιστορική αθλητική εκπομπή της χώρας, αλλά ο Γιάννης Διακογιάννης ήταν αυτός που την έβαλε στα σπίτια όλων των Ελλήνων, παρουσιάζοντάς τη για σχεδόν 20 χρόνια και μέχρι το 1983. Στο πλευρό του όλα αυτά τα χρόνια, βρέθηκαν πολλοί ακόμη γνωστοί αθλητικοί δημοσιογράφοι, όπως οι Βαγγέλης Φουντουκίδης, Φίλιππος Συρίγος, Σταύρος Τσώχος, Μανώλης Μαυρομμάτης, Δημήτρης Κωνσταντάρας, Νίκος Κατσαρός, Γιάννης Μαμουζέλος, Γιάννης Θεοδωρακόπουλος, Χάρης Αλευρόπουλος, Κώστας Καπάνταης και Χρήστος Σωτηρακόπουλος.
Ο Γιάννης Διακογιάννης μέσα από τα μάτια της κόρης του, Ρίκας Βαγιάνη
Ο Γιάννης Διακογιάννης, όπως είχε γίνει γνωστό, είχε υιοθετήσει τη Ρίκα Βαγιάννη, με την οποία είχαν μία τέλεια σχέση πατέρα και κόρης.
Το 2012 η αείμνηστη Ρίκα Βαγιάννη έγραψε ένα συγκινητικό κείμενο για τον θετό πατέρα της. Τότε δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα protagon.gr.
«Μούχει σπάσει τα νεύρα», μουρμούραγε η μάνα μου στις φιλενάδες της τα ολυμπιακά καλοκαίρια.
Κρυφάκουγα.
«Ότι τι, δηλαδή;”
«Ποτέ, μα ποτέ, δεν είναι εδώ. Δεν έχω άντρα εγώ!».
«Μα λείπει για τους Αγώνες! Είναι αυτός λόγος διαζυγίου;»
Ποτέ δεν ήταν “εδώ” τέτοια εποχή, Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο σπίτι μας είχαν πάντα τον τίτλο της ίδιας ταινίας: «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» -και να σκεφτείτε πώς η ταινία δεν είχε καν γυριστεί.
Αν δεν είχαμε Ολυμπιακούς, είχαμε Μουντιάλ. Κι αν δεν είχαμε Μουντιάλ είχαμε Παγκόσμιο Στίβου, κι αν δεν είχαμε Παγκόσμιο Στίβου, είχαμε Τελικούς Κυπέλλου, Πρωταθλητριών, ή Κυπελλούχων ή Ουέφες, ή Πανευρωπαϊκό, και πάει λέγοντας.
“Μεγαλώσαμε μαζί του», μου λένε όλοι, σαν συνενοημένοι. «Μεγαλώσαμε με τη φωνή του».
Έλειπε διαρκώς από το σπίτι
Κι εγώ με τη φωνή του μεγάλωσα. Ποτέ δεν ήταν σπίτι. Κι όταν ήταν, πάλι δεν ήταν. Αν δεν είχε ταξίδια, είχε εφημερίδα, κι αν δεν είχε εφημερίδα, είχε εκπομπή, η «Αθλητική Κυριακή» και ο «Κόσμος της Μπάλας». Κι αν δεν είχε εκπομπή, είχε γήπεδο, ή σύσκεψη και δεν ξέρω κι εγώ ποια άλλη ζουρλαμάρα.
Δεν κατάφερε να με κάνει να αγαπήσω το γήπεδο. Θυμάμαι το δέος του μπροστά στον Πελέ και τον Κρόιφ. Ο μεγάλος αθλητής του έφερνε ρίγη, σε όποιο αγώνισμα κι αν κατέβαινε.
Στο γήπεδο, πάντως, αρχίσαμε άσχημα. Με πήρε κάνα δυό φορές μαζί του, εγώ, αντί για φάσεις και τεχνικές ξεσήκωσα ό,τι μπινελίκι και γαμοσταβρίδι εκσφενδονιζόταν στη Λεωφόρο. Μισή μερίδα παιδί. Ένα κυριακάτικο απόγευμα ρώτησα τη μαμά μου αν χωράει στον πωπό του διαιτητή μια ολόκληρη ποδοσφαιρική μπάλα. Και αλήθεια βοηθάει να βάλεις βαζελίνη για να περάσει από τη σούφρα του και επίσης, τι ακριβώς είναι η σούφρα, μαμά;
Κάπως έτσι κόπηκαν τα σούρτα-φέρτα στα ματς. Μαχαίρι
Την έκανε να αγαπήσει τον στίβο
Κατάφερε όμως να με κάνει να αγαπήσω το στίβο. Ο στίβος ήταν άλλο πράμα-εκκλησία. Η μαμά με άφηνε να πηγαίνω μαζί του όσο ήθελα. Στο στίβο, κανείς δεν ήθελε να βάλει τίποτα στον πωπό κανενός, με βαζελίνη ή χωρίς. Ή, τουλάχιστον, δεν το ξεφώνιζε. Ο στίβος ήταν Αγώνες. Άμιλλα. Κάτι σαν έντονη πνευματική εμπειρία στην οποία συμμετείχαν σε κρεσέντο όλες οι αισθήσεις αν το έβλεπε κανείς, τουλάχιστον, από τη δική του ματιά.
«Και πάμε στο ύψος: Εδώ οι αθλητές προετοιμάζονται για το άλμα» ανακοίνωνε ψιθυριστά στη μετάδοση, σαν να προέτρεπε το κοινό να μην ταράξει την ηρεμία του άλτη. Έδινε σήμα στον ηχολήπτη ότι ετοιμάζεται να «κόψει» μικρόφωνο. Κι άρχιζε τα πριβέ: Στριμωχτή εγώ, μισό παιδί, πολύ αδύνατο, στην καμπίνα δίπλα του. Κάπνιζε αμέτρητρα Gitanes στον κλειστό θαλαμίσκο. Στην Αμερική του σήμερα, θα τον είχαν πάει μέσα για έκθεση ανηλίκου σε θανατηφόρο παθητικό κάπνισμα. Δεν ήθελε να πάει Ατλάντα: Δεν γούσταρε. Εβλεπε μέσα από τον αθλητισμό να έρχονται σκοτεινές εποχές, έβλεπε πράγματα που οι άλλοι δεν διακρίναμε, ήταν φάσεις μπροστά, κουσούρι της δουλειάς, να προβλέπει.
Χρόνια πριν, εγώ μισή μερίδα παιδί: Στα τρία μέτρα μπροστά μας, ο Βζόλα, ετοιμαζεται να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ, μετά την απόσπαση του Πανευρωπαϊκού χρυσού Nέων στο ύψος. Ή κάτι τέτοιο. Αρχίζαν τα πριβέ.
«Κοίτα τον. Όχι, το άλμα, Ρίνγκο: την αυτοσυγκέντρωση να βλέπεις, εδώ είναι η δύναμη, Αυτός, θα δεις, θα γίνει μέγας άλτης. Θα γράψει ιστορία.”
Μάλιστα. Τσεκ.
Όχι το άλμα, λοιπόν, αλλά το αμέσως πριν: Την προς τα μέσα κατάδυση.
«Κάνε άλμα μεγαλύτερο από τη φθορά», έγραφε το “Σηματολόγιο” του Ελύτη. Aυτά τα φρόντιζε η μάνα μου στο σπίτι, αφήνοντας –τάχα μου- τυχαία ανοιχτά βιβλία στο τραπέζι της κουζίνας. Εκανε απελπισμένες προσπάθειες να μην εξελιχθώ σε γρυλλίζοντα σκυλο-χούλιγκαν, αλλά πλαγίως, ήξερε ότι δεν θα διάβαζα ποτέ κάτι που θα μου υποδείκνυε, δήθεν για να “καλλιεργηθώ”. Υποδορείως κούμπωναν εντός μου, κλικ-κλακ, η ποίηση κι ο αθλητισμός, το κορμί το σάρκινο και το Άλλο, το πώς το λέγανε, να δεις, ψυχή το λέγανε. Κλικ-κλακ.
Μεγάλωνα.
Ανάμεσα στον Πελέ και τον Ελύτη, τη Μοσχολιού και το Φον Κάραγιαν. Όλα έβγαζαν νόημα. Ακόμα και τα πιο ανεξήγητα. Από το λυσασμένο Μπερναμπέου ως την Επίδαυρο της ΅Ορέστειας΅ του Κουν, κι από τον Τάφο του Ινδού ως τη Scala, με κόκκινη Πανσέληνο. «Νessouno, mai», κι όμως, όλα είχαν νόημα.
Η ζωή μας, ένα Gitanes με φίλτρο.
Ψαχνόμουν. Μισή γυναίκα πια.
«Κοίτα τις που είναι σαν άντρες, Ρίνγκο»: Δεν μάσαγε τα λόγια του για τα γενειοφόρα θηλυκά εκτρώματα του «μεγαλείου» της τότε Ανατολικής Γερμανίας, «Κοίτα τις. Αυτό δεν είναι αθλητισμός, είναι τερατογένεση- ο άνθρωπος πρέπει να αγωνίζεται στα ανθρώπινα μέτρα, μόνο τότε αξίζει. Που θα μας οδηγήσουν όλες αυτές οι επιδόσεις, όλα αυτά τα ρεκόρ, αναρωτιέμαι…
Δεν είχε απάντηση. Καμιά φορά όμως, αξίζει να κάνεις μόνο την ερώτηση: Η προς τα μέσα κατάδυση, που λέγαμε.
Ελειπε πολύ. Συνέχεια. Αλλά εμένα, δεν μου «έλειπε». Η αγάπη εκπέμπει πιο δυνατά από το τηλεοπτικό σήμα.
Εντάξει, μείνανε και κάτι ψιλο-οιδιπόδεια –τα λένε και σύνδρομα της Ηλέκτρας- αν είστε πολύ ψείρας στα ψυχαναλυτικά. Εντάξει, ακόμα βλέπω Αγώνες από ξένα μόνο κανάλια, ή με τη φωνή στο mute. Από κακία που δεν είναι η φωνή του.
Μου έμαθε πως οι Ολυμπιακοί κύκλοι συμβολίζουν τις ανθρώπινες φυλές- κι ο τελευταίος όλη την ανθρωπότητα: Όλοι μας, από ένας κρίκος στης ζωής την εύθραυστη, αλλά αιώνια αλυσίδα. Η πάσα ουσία είναι η ισότητα και η συνύπαρξη, αλλιώς δεν αγωνιζόμαστε, απλώς πηδάμε παλούκια, σαν τα πιθήκια, με το συμπάθειο κιόλας.
Κανένα αξίωμα δεν δέχτηκε, καμιά τιμή δεν καταδέχτηκε. Όταν τα παράτησε, τα παράτησε ξερά. Όπως τα Gitanes– πέταξε το πακέτο μαζί με τα μικρόφωνα και δεν κανακοίταξε καπνό. Χωρίς εθισμούς και κολλήματα σε «περασμένα μεγαλεία».
Στο φίνις κρίνονται όλα.
«Οι κίτρινοι, Ρίνγκο, είναι καλοί στο πίνγκ πόνγκ, ας πούμε, και στα γυμναστικά. Οι άσπροι στο τένις και τα άλματα, οι μαύροι στις αποστάσεις και τα σπριντ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, Ρίνγκο. Το φυσικό πλεονέκτημα καλό είναι, αλλά ο αθλητισμός είναι μαγεία είναι ζωή, όλο απρόοπτα, κανενός το χρώμα δεν σημαίνει τίποτα. Στο φίνις κρίνονται όλα.»
Τώρα λείπει πάλι.
Αυτές τις μέρες, κάπου στις μικρές Κυκλάδες, ίσως πάρει το μάτι σας έναν όμορφο, ηλιοκαμένο παππού, που μπαινοβγαίνει ακατάπαυστα σ’ ένα επαρχιακό νοσοκομείο: Προσέχει τη γυναίκα του που ανέβασε πυρετό στις διακοπές. Της φέρνει νέα, αναψυκτικά και ψαρόσουπα από τη διπλανή ταβέρνα. Η εξέλιξη του συναρπαστικού αγώνα «Μαμά vs Πνευμονία», αναμεταδίδεται στο τηλέφωνο λεπτομερώς, ανάλαφρα, ελλειπτικά, αλλά ουσιαστικά: Δεν σας κάνω πλάκα, είναι γοητευτικός, ακόμα κι όταν περιγράφει νοσηλείες! Aχ, όντως, Νessouno, mai…
«Μου σπάει τα νεύρα», μουρμουράει η μάνα μου. «Δεν φεύγει λεπτό από εδώ. Του λέω, έλα, πήγαινε μια βόλτα, να δεις κανένα αγώνισμα, να ξεσκάσεις, αυτός τίποτα, εδώ, μπάστακας δίπλα μου, όλη μέρα, ασχολείται μαζί μου. Κι έχουμε και Ολυμπιακούς αγώνες!».
«Ρε μάνα, το ότι σου συμπαραστέκεται ολοψύχως ο άντρας σου όταν ασθενείς, δεν το λες ακριβώς και λόγο διαζυγίου».
«Το ξέρω. Άρρωστη είμαι, παιδί μου, όχι ηλίθια»
Η προς την αγάπη κατάδυση. Πριν το άλμα και μετά. Πάνω από τη φθορά.
Στο σπίτι το δικό μας, πάλι, στην άλλη άκρη της Ελλάδας, οι Oλυμπιακοί Αγώνες παίζουν επί 24ώρου βάσεως.
Με τη φωνή στο mute, μπαμπά. Νessouno,mai…
Και με το νου στο finish, εκεί που κρίνονται όλα.
Λίγοι, εξάλλου, ξέρουν πώς προέκυψε το όνομα Βαγιάνη. Είναι τα αρχικά από το όνομα της μητέρας της Βαρβάρας σε συνδυασμό με το μικρό όνομα του Γιάννη Διακογιάννη, με τον οποίο είχε κάνει τον δεύτερο γάμο της.
Γιάννης Διακογιάννης – Ρίκα Βαγιάννη: Η τελευταία κοινή τηλεοπτική εμφάνιση
Ήταν Ιούλιος του 2014, όταν ο μεγάλος αθλητικογράφος εμφανίστηκε στην εκπομπή της ΕΡΤ (τότε ΝΕΡΙΤ) μαζί με την θετή του κόρη, Ρίκα Βαγιάννη που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 56 ετών, τον Αύγουστο του 2018, δίνοντας μεγάλη μάχη με τον καρκίνο.
Τρία χρόνια μετά την κοινή τους εμφάνιση, τον Οκτώβριο του 2017, ο Γιάννης Διακογιάννης είχε βρεθεί στην ΕΣΗΕΑ προκειμένου να συμπαρασταθεί στους συναδέλφους του για την απεργία που γινόταν εκείνες τις ημέρες. Ο ίδιος τότε είχε αποκαλύψει ότι η Ρίκα Βαγιάνη, είχε καρκίνο. Τη συγκεκριμένη αποκάλυψη είχε κάνει μέσω του προσωπικού της λογαριασμού στο Facebook η δημοσιογράφος και φίλη της Ρίκας Βαγιάνη, Αφροδίτη Υψηλάντη.
«Να σας πω και κάτι που θα σας στενοχωρήσει: Η Ρίκα έχει καρκίνο…». Αυτό μας εκμυστηρεύτηκε ο πατριός της Ρίκας μας, Γιάννης Διακογιάννης όταν πέρασε από την ΕΣΗΕΑ, για να μας συμπαρασταθεί στην απεργία πείνας.
Σοκαριστήκαμε, αλλά του δώσαμε κουράγιο. Πού να φανταστούμε ότι η Μαρίκα Ζούλα, το Ρικάκι, θα έφευγε τόσο αθόρυβα και παράλληλα με τόσο πάταγο!» είχε γράψει στην προσωπική της σελίδα στο Facebook η δημοσιογράφος.
Οι διακρίσεις
Υπήρξε ο πρώτος που τιμήθηκε για την εν γένει προσφορά του με το βραβείο «Ελένη Βλάχου» το 2003, ως δημοσιογράφος των «Νέων». Αποτελεί πιθανότατα τον μοναδικό Έλληνα αθλητικό δημοσιογράφο του οποίου το επώνυμο περιλήφθηκε σε στίχο τραγουδιού, συγκεκριμένα στο «Αρχίζει το ματς» σύνθεσης και εκτέλεσης του Λουκιανού Κηλαηδόνη το 1979.
Τον Δεκέμβριο του 2015, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, απένειμε στον Γιάννη Διακογιάννη τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος σε ειδική τελετή στο Προεδρικό Μέγαρο, για την προσφορά του στην αθλητική δημοσιογραφία.
Τον Ιανουάριο του 2017 ο Γιάννης Διακογιάννης παραδέχθηκε για πρώτη φορά δημόσια ότι είναι οπαδός του Παναθηναϊκού, σε εκδήλωση του Δήμου Βύρωνα για την παρουσίαση του βιβλίου του παλαιού ποδοσφαιριστή Δημήτρη Θεοφάνη. Ο ίδιος δήλωσε: «Παναθηναϊκός είμαι, Αθηναίος είμαι, Παναθηναϊκός είμαι. Έχω γνωρίσει τον Απόστολο Νικολαΐδη».
ΕΣΗΕΑ: Φωτεινό παράδειγμα ευγλωττίας, ταλέντου, εργατικότητας και αντικειμενικότητας
«Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ με οδύνη ανακοινώνει την απώλεια του καταξιωμένου δημοσιογράφου, συγγραφέα, ραδιοφωνικού παραγωγού, τηλεοπτικού παρουσιαστή και βετεράνου αθλητικογράφου Γιάννη Διακογιάννη, ο οποίος έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 91 ετών.
Ο Γιάννης Διακογιάννης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931. Μετά το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών, σπούδασε μουσική και αθλητική δημοσιογραφία στη Γαλλία. Τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία ξεκίνησε το 1952 από την εφημερίδα «ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΗΧΩ» ως συντάκτης και ανταποκριτής της στο Παρίσι και στη συνέχεια ακολούθησε μια αξιοσημείωτη πορεία στον έντυπο Τύπο στο «ΦΩΣ ΤΩΝ ΣΠΟΡ», την «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» και τη «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ», ενώ διετέλεσε και διευθυντής του αθλητικού τμήματος της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ».
Παράλληλα, δίδαξε σε ιδιωτικό κέντρο αθλητικού ρεπορτάζ, ασχολήθηκε με το ραδιόφωνο στην παραγωγή αθλητικών αλλά και αμιγώς μουσικών εκπομπών και άφησε πίσω του βιβλία, τα οποία αποτελούν σημεία αναφοράς στην αθλητική βιβλιογραφία («100 Χρόνια Ποδόσφαιρο», «60 Χρόνια Μουντιάλ», «Οι Μεγάλες Μορφές του Αθλητισμού» κ.α.). Το 2003, ήταν ο πρώτος αποδέκτης του βραβείου «Ελένη Βλάχου» για τη συνολική προσφορά του ενώ το 2018, τιμήθηκε από το Μορφωτικό Ιδρυμα της Ενώσεως Συντακτών, σε εκδήλωση για τους βετεράνους του αθλητικού ρεπορτάζ.
Σημαντικές συμμετοχές
Ο Γιάννης Διακογιάννης, για πολλούς ο κορυφαίος στον τομέα του, υπήρξε αναμφισβήτητα μια εμβληματική φυσιογνωμία της δημοσιογραφίας και δικαίως λογίζεται ως ένας από τους θεμελιωτές του σύγχρονου αθλητικού ρεπορτάζ. Άνοιξε το δρόμο για τις επόμενες γενιές αθλητικών συντακτών, παρέδωσε μαθήματα ενδεδειγμένης αθλητικής μετάδοσης και κάλυψε τις περισσότερες εγχώριες και διεθνείς διοργανώσεις του καιρού του: τέσσερις Ολυμπιακούς Αγώνες, μεταξύ αυτών και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972, τους πρώτους που μεταδόθηκαν τηλεοπτικά στην Ελλάδα, οκτώ Παγκόσμια Κύπελλα ποδοσφαίρου, παγκόσμια πρωταθλήματα στίβου και αμέτρητα άλλα αθλητικά γεγονότα, ενώ την καριέρα του στιγμάτισε η παρουσίαση της θρυλικής «Αθλητικής Κυριακής» από το 1966 έως και το 1983 στην ΕΡΤ, μιας εκπομπής που χάραξε την εθνική συλλογική μας μνήμη και ακόμα αποτελεί τη μακροβιότερη αθλητική εκπομπή στην ελληνική τηλεόραση.
«Του Διακογιάννη η φωνή»
«Του Διακογιάννη η φωνή», η φωνή που σημάδεψε τα κυριακάτικά μας βράδια, η φωνή που έγινε τραγούδι στα στόματα φιλάθλων και μη, σίγησε για πάντα. Όλοι όσοι τον γνώρισαν κι όλοι όσοι παρακολούθησαν την πορεία του, θα τον θυμούνται όπως ακριβώς ήταν: αγέρωχος και επιβλητικός, ευρυμαθής και γλαφυρός στις περιγραφές του, ευγενής και κομψός στους τρόπους του, γνώστης αλλά και λάτρης του αντικειμένου του. Υπήρξε δάσκαλος για τους νεότερους συναδέλφους και φωτεινό παράδειγμα ευγλωττίας, ταλέντου, εργατικότητας αλλά και αντικειμενικότητας στο ρεπορτάζ. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι η επαγγελματική του πορεία τον τοποθέτησε στο πάνθεον των κορυφαίων και αξεπέραστων της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ συλλυπείται τους οικείους του και αποχαιρετά τον εκλεκτό συνάδελφο, ο οποίος αφήνει πίσω του δυσαναπλήρωτο κενό και φτωχότερο το λειτούργημά μας».