Ο Φάνης Χριστοδούλου ήταν ένας από τους κορυφαίους μπασκετμπολίστες όλων των εποχών στην Ελλάδα, ο οποίος οδηγήθηκε στην αγωνιστική του αυτοκαταστροφή.
Το 1982, που το μπάσκετ στην Ελλάδα μετά βίας βρισκόταν σε νηπιακό στάδιο, ένα αμερικάνικο πανεπιστήμιο είχε θαμπωθεί από το ταλέντο του και θέλησε να τον εντάξει στο δυναμικό του.
Η ελληνική ομοσπονδία, όμως, ήταν έρμαιο μιας νοοτροπίας που παρέπεμπε ευθέως στο μεσαίωνα και του απαγόρευσε να κάνει το υπερατλαντικό ταξίδι.
Αν τον είχαν αφήσει, εκείνη τη χρονιά, στα 17 του (σε μια ηλικία που ο χαρακτήρας- μπασκετικός και μη- δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα πλήρως) να πάει στις ΗΠΑ, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πάρα πολύ διαφορετικά.
Μια πενταετία αργότερα, το 1987, οι Ηνωμένες Πολιτείες τον κάλεσαν εκ νέου στην στοργική τους αγκάλη: οι Ατλάντα Χοκς τον επέλεξαν στο νούμερο 90 του draft και τα «Γεράκια» σχεδόν τον εκλιπαρούσαν να μπει στο αεροπλάνο και να φορέσει τη φανέλα τους στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου.
Ο Φάνης, όμως, δεν το συζητούσε καν: ισχυριζόταν πως ήταν… μεγάλος (στα 22 του!) για να πάει στο ΝΒΑ και τους έκλεισε εκκωφαντικά την πόρτα στα μούτρα. Μια οκταετία αργότερα, ο θρύλος Λένι Ουίλκενς (9 φορές All Star σαν παίκτης, πρωταθλητής ως προπονητής) τον έβλεπε στο Ευρωμπάσκετ του 1995 να κάνει πράγματα και θαύματα και αναφωνούσε το προφανές- «είναι τετραπέρατος».
Και η αλήθεια είναι πως, πράγματι, ο Χριστοδούλου υπήρξε τέτοιος, ειδικά όσον αφορούσε τις εκάστοτε δικαιολογίες του για να γλυτώσει την σκληρή δουλειά…
Την προαναφερθείσα (αναγκαστική) χυλόπιτα στο πανεπιστήμιο των ΗΠΑ ακολούθησε μίνι σήριαλ το καλοκαίρι του 1983: ο Μπέμπης, όπως τον αποκαλούσαν λόγω των παιδικών του χαρακτηριστικών, είχε γίνει το έμβιο μήλο της έριδος ανάμεσα στις μισές ομάδες της Α΄ Εθνικής, καθώς στις μικρές εθνικές ξεχώριζε σαν τη φωσφοριζέ μύγα μέσα στο πάλλευκο γάλα.
Ο παίκτης της Δάφνης, όμως, έμελλε να μεταπηδήσει στον Πανιώνιο, ο οποίος κέρδισε στο νήμα Παναθηναϊκό, Άρη και Πανελλήνιο, που ναι μεν προσέφεραν περισσότερα χρήματα, αλλά δεν είχαν… οπαδούς του Ιστορικού στο ποδόσφαιρο όπως η γειτονική Δάφνη.
Έτσι- και με την καθημερινή παρουσία σχεδόν 200, όχι και τόσο φιλικών, φίλων στα γραφεία της ομάδας- ο Φάνης πήγε στον Πανιώνιο έναντι 3 εκατομμυρίων δραχμών και με 5 (!) παίκτες ν’ ακολουθούν την αντίθετη διαδρομή.
Από εκείνο το σημείο και μετά, ξεκίνησε η εκτόξευσή του στ’ αστέρια- πριν, δηλαδή, αποφασίσει ο ίδιος ο παίκτης να κρατήσει πεισματικά τα πόδια του κολλημένα στο έδαφος της Νέας Σμύρνης: ο Χριστοδούλου θα ξεδίπλωνε το ταλέντο του σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη του παρκέ και θα συναντούσε το μπασκετικό του πεπρωμένο.
Θα γινόταν, δηλαδή, ένας από τους πιο ολοκληρωμένους παίκτες που έπαιζαν τότε μπάσκετ στην Ευρώπη. Για την ακρίβεια, όχι μόνο τότε. Ένας από τους πιο ολοκληρωμένους όλων των εποχών.
Αν είστε μπασκετόφιλος και λάτρης της Επίσημης Αγαπημένης, δε χρειάζεται να το σκεφτείτε πολύ- αρκεί να φέρετε στο νου σας δύο από τα πιο ιστορικά παιχνίδια της Εθνικής μας: ημιτελικός 1987 απέναντι στους Γιουγκοσλάβους και 2 χρόνια αργότερα, το 1989, πάλι ματς στους «4» απέναντι στην ΕΣΣΔ.
Στο μεν πρώτο κυνηγούσε στην άμυνα τον Ντράζεν που ήταν «δυάρι», όμως έπαιζε και ως πλέι- μέικερ γιατί ήθελε πολλή ώρα την μπάλα στα χέρια του, στο δε δεύτερο έπαιζε «ξύλο» με Τιχονένκο και Βολκόφ («τριαροτεσσάρια», δηλαδή).
Κάτι αντίστοιχο γινόταν και στο ελληνικό πρωτάθλημα, όταν και απέναντι στο μεγαθήριο των 80s, τον Άρη, μάρκαρε από τον Γκάλη μέχρι τον Γουίλτζερ (1.83 και 2.11 αντίστοιχα).
Ο Χριστοδούλου δε διεπόταν από το ιερό πάθος του Γιαννάκη ούτε είχε τα αδιανόητα σωματικά προσόντα του (σύγχρονού του) Κούκοτς- όχι. Διέθετε, όμως, μια σχεδόν εξωπραγματική έκτη αίσθηση, η οποία του έδινε τη δυνατότητα να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από τον αντίπαλό του- σαν ανθρώπινος υπολογιστής που έχει «διαβάσει» εκ των προτέρων τις κινήσεις του παίκτη που αναλάμβανε.
Στην επίθεση, πάλι, ο τύπος ήταν απλά χάρμα ιδέσθαι: ασύλληπτη ικανότητα στην πάσα, τρομερό σουτ πίσω από τα 6.25, άριστος χειριστής της μπάλας παρά τα 2.03 του («Όταν είχαμε πάει για πρώτη φορά στην Αμερική, με τον Πολίτη, η προετοιμασία περιλάμβανε και ματς με κολεγιακές ομάδες. Σ’ αυτά, δεν μπορούσαμε να περάσουμε το κέντρο. Μας πίεζαν και δεν είχαμε έναν τύπο να πάρει την μπάλα και να τη κατεβάσει σε 8 δευτερόλεπτα. Έτσι, δώσαμε την μπάλα στον Φάνη και έκανε και αυτή τη δουλειά!», είχε δηλώσει ο, παράγοντας του Πανιωνίου Παύλος Κορκίδης), έσπρωχνε- αλλά δεν σπρωχνόταν εύκολα- στο ζωγραφιστό, τελείωνε φάσεις εξίσου καλά τόσο με το αριστερό όσο και με το δεξί, πράγμα σπάνιο εκείνη την εποχή, και κατεύθυνε την ομάδα με μαεστρικό τρόπο.
Εν ολίγοις, ο Κώστας Μίσσας μάλλον είχε δίκιο: το μόνο που δεν έκανε στο γήπεδο ήταν να δίνει οδηγίες από τον πάγκο με το κοστούμι. Κι αυτό, ξέρετε, επειδή προτιμούσε τα σορτσάκια. Δυστυχώς για εμάς, όχι για πολύ.
Είχαν «σκοτωθεί» ουκ ολίγες φορές. Μάλιστα, τον είχε κατηγορήσει ευθέως πως είναι μέρος του συστήματος και ότι κλέβει το δικό του ιδρώτα και των συμπαικτών του: για τον Φάνη ο Γιάννης Ιωαννίδης- ένας συναισθηματικός, μα άκρατος επαγγελματίας- συμβόλιζε όλα όσα δεν ήθελε ο ίδιος να γίνει.
Παρ’ ολ’ αυτά, ο κορυφαίος Έλληνας προπονητής είχε προσπαθήσει εντέχνως να τον ψήσει να πάει στον Ολυμπιακό, «πατώντας» πάνω στο «Δένομαι με ανθρώπους και καταστάσεις, αλλά βλέπω πως μερικές φορές μου βγαίνει σε κακό. Και αν θέλω να λέγομαι επαγγελματίας που ζω από το μπάσκετ, δεν πρέπει να σκέφτομαι έτσι», που είχε ξεστομίσει ο αρχηγός του Ιστορικού.
Ακόμα και ο παμπόνηρος «Ξανθός», όμως, βρήκε τείχος- προφανέστατα όχι από μυς, μιας και ο Χριστοδούλου δεν έμπαινε ποτέ στην αίθουσα με τα βάρη: όπως και ο Παναθηναϊκός και το ΝΒΑ παλιότερα, οι Ερυθρόλευκοι εισέπραξαν (έστω και με τη «βοήθεια» της διοίκησης του Πανιωνίου…) αρνητική απάντηση.
Καθόλου περίεργο: ο τύπος με το 4 στην πλάτη δεν ήθελε να μπει ποτέ σε αμιγώς επαγγελματικό πλαίσιο. Δεν προτίθετο ν’ αφήσει τους φίλους του, δεν ήθελε ν’ αποχωριστεί την αγαπημένη του Πλατεία, δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι δε θα φοράει την κυανέρυθρη φανέλα.
«Δε θα φύγω ποτέ από την ομάδα!», είχε φωνάξει ενθουσιασμένος μετά την κατάκτηση του κυπέλλου το 1991 και αυτό ήταν κάτι που το τήρησε μέχρι τέλους.
Ο Γκάλης ήταν το υπέροχα καλοκουρδισμένο ρομπότ που δεν έβγαινε ποτέ εκτός λειτουργίας και φόρτωνε με 40άρες τ’ αντίπαλα καλάθια. Ο Γιαννάκης η ψυχή της ομάδας, εκείνος που θα θυσιαζόταν ακόμα και για μια χαμένη κατοχή. Ο Φασούλας η Αράχνη που σκέπαζε τα καλάθα σε άμυνα κι επίθεση.
Ο Φάνης, όμως, ήταν η κόλλα της Εθνικής. Χωρίς αυτόν, το εντυπωσιακό γαλανόλευκο σύνολο θα κατέρρεε σαν πύργος καμωμένος από εύθρυπτα τραπουλόχαρτα. Ο Χριστοδούλου είχε τεράστιο μερίδιο στην επιτυχία του 1987 και αυτήν του 1989, ενώ σε ομαδικό επίπεδο είχε φτάσει τον Πανιώνιο ακόμα και μέχρι τη δεύτερη θέση της βαθμολογίας.
Ερωτηθείς για τη συμβολή του στο μπάσκετ της χώρας μας είχε πει ευθαρσώς, μα τόσο εύστοχα, πως «Εγώ έβαλα την στατιστική στο μπάσκετ, καθώς προσέφερα πολλά και διαφορετικά πράγματα κατά τη διάρκεια ενός αγώνα»- κι αυτή είναι η αναντίρρητη αλήθεια.
Πριν τον Μπέμπη «διαβάζαμε» ένα ματς καθαρά και μόνο από τους πόντους του καθενός- αν έβαζες 30 ήσουν το ελληνικό αντίστοιχο του Τζόρνταν, ενώ με 12, φερ’ ειπείν, καλό θα ήταν να ξανακάνεις το μάθημα Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού, αφού εμφανώς δε το ’χες με την καλαθοσφαίριση.
Χάρη στις επιδόσεις του, ωστόσο, αρχίσαμε να δίνουμε σημασία και στις ασίστ. Στα ριμπάουντ, Στην πάσα στον σωστό χρόνο σ’ έναν συμπαίκτη μας που έβγαινε από τα σκριν. Στα μπλοκ άουτ, στη σωστή βοήθεια στην αδύνατη πλευρά, στο split- out και πολλά ακόμα.
Ο Χριστοδούλου ήταν ο πρώτος all- around παίκτης της Ελλάδας, αυτός που φρόντισε να δείξει το δρόμο σε αθλητές όπως, για παράδειγμα, ο σπουδαίος Δημήτρης Διαμαντίδης, που έκαναν πράγματα που με γυμνό μάτι δεν εντυπωσίαζαν κανέναν ή δεν καταγράφονταν στην στατιστική.
Το ταλέντο του ήταν ουρανόμηκες και αυτό τον βοηθούσε να καλύψει μ’ ένα άυλο μακιγιάζ τις εξωαγωνιστικές του αδυναμίες.
Δυστυχώς, δεν αρκούσε για να σβηστεί δια παντός εκείνο το επίμονο “What if…?”, που τριγυρνούσε στο μυαλό των πάντων όταν αγωνιζόταν.
Τι θα γινόταν αν, ας πούμε, τα πήγαινε καλά με τις πρωινές προπονήσεις;
Μια καταστροφική σεζόν με τον Πανιώνιο (1996-1997) , κατά την οποία οι σχέσεις του με τους Πάνθηρες έφτασαν στα άκρα, αρκούσε εν τέλει για να κοπεί απότομα ο ομφάλιος λώρος που τον κρατούσε στη Νέα Σμύρνη.
Μετά από «μάχη» ΑΕΚ- Παναθηναϊκού, κατάληξε στο Τριφύλλι υπογράφοντας διετές συμβόλαιο. Εκεί βρήκε, επιτέλους, παίκτες του δικού του, σχεδόν απλησίαστου, μπασκετικού IQ και κατέκτησε το πρωτάθλημα που τόσο πολύ ήθελε.
Ωστόσο, τη δεύτερη σεζόν και έχοντας κλείσει μόλις τα 33, διαπίστωσε πως αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα στο γόνατο- τα παραπανίσια κιλά καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του μάλλον είχαν παίξει τον ερεβώδη ρόλο τους.
Τότε, σε μια κίνηση καινοφανούς τιμιότητας, πήγε στον Θανάση Γιαννακόπουλο και τον ενημέρωσε πως δε θα μπορέσει να παίξει στο επίπεδο που ήθελε και χάρισε τα λεφτά της δεύτερης σεζόν στην… εξόχως εύρωστη ομάδα του Παναθηναϊκού!
Κάπως έτσι, γράφτηκε ο ξεχωριστός επίλογος ενός σπάνιου παίκτη και χαρακτήρα. Ποτέ ξανά το πρόωρο “The End” δεν άφησε τόσο έντονη μεταλλική γεύση στο στόμα των αγνών φιλάθλων.
Όπως και να το κάνουμε, θα θέλαμε όλοι μας ν’ αντικαθίστατο από ένα “To be continued…”
Μια φορά κι ένα κάποτε, λοιπόν, ο Φάνης Χριστοδούλου υπήρξε ο πληρέστερος Έλληνας μπασκετμπολίστας στα χρονικά. Ήταν τόσο μπροστά από την εποχή του που ο αδόκιμος όρος “Επιστροφή στο μέλλον” του ταίριαζε γάντι. Το ΝΒΑ και οι κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης είχαν στρώσει κόκκινο χαλί στα πόδια του, όμως…
Όμως, βλέπετε, «Εγώ δεν αποχωρίζομαι ούτε τους φίλους μου, ούτε την οικογένειά μου, ούτε τη Νέα Σμύρνη για να πάω στο ΝΒΑ».
Έτσι, έμεινε για πάντα- μ’ εξαίρεση ενός «πληγωμένου» έτους- εκεί. Να τρώει το περίφημο «Μπιφτέκι Φάνης», να γεμίζει με αποτσίγαρα το τασάκι μια μέρα πριν τα κρίσιμα ευρωπαϊκά ματς και ν’ απαντάει «Μην ανησυχείτε για μένα, θα παίξω σούπερ αύριο» όταν τον ρωτούσαν πώς στο καλό θα πατήσει παρκέ, να πίνει τα κρασιά του, να κάνει τις βόλτες του με τη μηχανή και να κωφεύει οικειοθελώς στα θελκτικά κελεύσματα των εκάστοτε «αλλοδαπών» Σειρήνων.
Μια φορά κι ένα κάποτε, ο Φάνης ήταν η αδιανόητη παικτούρα που θα μπορούσε να κάνει τους πάντες να παραμιλάνε. Είχε όλα τα προσόντα και τις πιθανότητες με το μέρος του. Στον αντίποδα, υπήρχε μονάχα ένα αρνητικό- κι αυτό το μαρτυρούσε, άθελά του, το ίδιο του το παρατσούκλι.
Ήταν, σε περισσότερους από έναν τομείς, Μπέμπης.