Η οικογένεια Σόντερ αποτελεί μία μυστήρια υπόθεση για την αμερικανική εγκληματολογία, αφού ενώ το σπίτι πήρε φωτιά κάτω από περίεργες και αδιευκρίνιστες συνθήκες και εγκλωβίστηκαν πέντε μέλη της, τα πτώματα των οποίων δεν βρέθηκαν ποτέ.
Ο Τζορτζ Σόντερ γεννήθηκε στην πόλη Τούλα της Σαρδηνίας το 1895 και έφυγε μετανάστης στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όταν ήταν μόλις 13 ετών. Οι βαθύτεροι λόγοι της απόφασης του να αφήσει την πατρίδα, αναζητώντας μία καλύτερη ζωή στην άλλη άκρη του Ατλαντικού παρέμειναν, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, θολοί και αδιευκρίνιστοι και ο ίδιος λέγεται ότι απέφευγε συστηματικά να αναφερθεί σε εκείνη την περίοδο.
Δουλεύοντας σκληρά κατάφερε από απλός εργάτης στον σιδηρόδρμο της Πενσιλβάνια να αποκτήσει την δική του εταιρία μεταφορών στη Δυτική Βιρτζίνια. Τότε γνώρισε και παντρεύτηκε τη Τζένι Τσιπριάνι, κόρη μεταναστών από την Ιταλία, και μαζί ξεκίνησαν την οικογένεια τους στην πόλη Faytteville, ένα μέρος με μεγάλη και οργανωμένη κοινότητα Ιταλών μεταναστών.
Το γεγονός ότι η επιχείρηση του Σόντερ πήγαινε όλο και καλύτερα κατέστησε την οικογένεια του ως μία από τις πιο «αξιοσέβαστες μεσοαστικές οικογένειες ολόκληρης της περιοχής», παρά το γεγονός ότι ο ίδιος υπήρξε μία έντονη προσωπικότητα που δεν φοβάται να πει τη γνώμη του ακόμα και στις μεγαλύτερες αντιπαραθέσεις. Για παράδειγμα, η μεγάλη του αντιπάθεια προς τον δικτάτορα Μουσολίνι υπήρξε γνωστή σε όλη την τοπική κοινότητα, με τον Σόντερ να τσακώνεται άσχημα με άλλους Ιταλούς ομογενείς σε διάφορες συναθροίσεις.
Οι Σόντερ είχαν 10 παιδιά με την μικρότερη κόρη τους, τη Σύλβια, να γεννιέται το 1943. Εκείνη την χρονιά ο μεγάλος γιος της οικογένειας, ο Τζο, είχε ήδη φύγει από το σπίτι για να πολεμήσει στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η δολοφονία του Μπενίτο Μουσολίνι στις 28 Απριλίου του 1945, πιθανότατα, έφερε ανακούφιση στη συνείδηση του Τζορτζ Σόντερ, ο οποίος είχε δηλώσει πολλές φορές ορκισμένος εχθρός του. Όμως μερικοί συντοπίτες του δεν συγχώρεσαν ποτέ το γεγονός ότι είχε μιλήσει με τόσο απαξιωτικό τρόπο για τον Ιταλό ηγέτη.
Τον Οκτώβριο του 1945 ένας ασφαλιστής είχε εμφανιστεί στην επιχείρηση του Σόντερ και τον είχε προειδοποιήσει ότι «μία πυρκαγιά θα ξεσπάσει στο διώροφο σπίτι του και ότι τα παιδιά του θα καταστραφούν». Ο ίδιος είχε αποδώσει την παραπάνω προειδοποίηση στις προσωπικές διαφορές που είχε καλλιεργήσει με τους υποστηρικτές του Μουσολίνι.
Λίγο καιρό μετά ένας τυχαίος επισκέπτης στο σπίτι του παρατήρησε τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις στο οίκημα, σχολιάζοντας ότι μπορεί να «προκαλέσουν φωτιά μία μέρα». Αργότερο Σόντερ θα δηλώσει ότι είχε εκπλαγεί από το συγκεκριμένο σχόλιο καθώς είχε πρόσφατα φροντίσει να αντικαταστήσει όλες τις εγκαταστάσεις ηλεκτρικού ρεύματος, κάνοντες τες ασφαλείς.
Στις 24 Δεκεμβρίου το 1945, η οικογένεια Σόντερ γιόρτασε την παραμονή των Χριστουγέννων. Η Μάριον, η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας, η οποία εργαζόταν σε ένα μεγάλο πολυκατάστημα της πόλης, κάνει έκπληξη στα τρία μικρότερα αδέλφια της, στη Μάρθα, 12, στη Τζένη, 8, και στη Μπέτι, 5, πηγαίνοντας τους μερικά καινούργια παιχνίδια που ενθουσίασαν τα μικρά κορίτσια. Έτσι ζήτησαν από την μητέρα τους να τις αφήσει να μείνουν ξύπνιες μέχρι αργά ώστε να παίξουν.
Στις 10 το βράδυ, η μητέρα τους, τούς είπε ότι θα μπορούσαν να μείνουν λίγο ακόμα στο πατάρι για να παίξουν με τα καινούργια τους παιχνίδια, με την προϋπόθεση ότι δύο από τα μεγαλύτερα αδέλφια τους, ο 14χρονος Μόρις και 9χρονης Λούις θα έμεναν και εκείνοι ξύπνιοι για να κλειδώσουν το σπίτι, να βάλουν τις αγελάδες στον στάβλο και να ταΐσουν τις κότες που ζούσαν στον κήπο του σπιτιού. Η ίδια με τον σύζυγό της και τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας έπεσαν για ύπνο.
Στις 12μιση τη νύχτα χτύπησε το τηλέφωνο. Η Τζένι το άκουσε να χτυπάει μέσα στον ύπνο της και καθώς ο ήχος δεν σταματούσε κατέβηκε από την κρεβατοκάμαρα της για να απαντήσει. Στην άλλη άκρη του σύρματος άκουσε την φωνή μίας γυναίκας, την οποία δεν αναγνώρισε. Η άγνωστη γυναίκα ζήτησε να μιλήσει με κάποιο γυναικείο όνομα το οποίο επίσης η Τζένι δεν είχε ξανακούσει ποτέ στη ζωή της.
Στο background ακουγόταν φασαρία, ο ήχος από ποτήρια και ένα παράξενο γέλιο. Η Τζένι έκλεισε το τηλέφωνο και ξεκίνησε για την κρεβατοκάμαρα αλλά στη διαδρομή παρατήρησε ότι τα φώτα του σπιτιού ήταν ακόμα ανοιχτά και οι κουρτίνες στα παράθυρα τραβηγμένες. Βλέποντας την μεγαλύτερη κόρη της να κοιμάται στον καναπέ, η Τζένι, θα πει αργότερα, ότι θεώρησε πως τα υπόλοιπα παιδιά είχαν αποκοιμηθεί, παίζοντας στο πατάρι. Έτσι πήγε και εκείνη για ύπνο.
Μισή ώρα αργότερα η Τζένι ξύπνησε και πάλι, αυτή τη φορά από έναν παράξενο γδούπο στη σοφίτα του σπιτιού. Στην αργή ήταν ένα μπαμ, σαν κάποιος να χτυπούσε την οροφή και έπειτα ο ήχος ενός αντικείμενου που κυλούσε. Καθώς ο θόρυβος δεν συνεχίστηκε έπεσε και πάλι στο κρεβάτι. Στη 1 και μισή τη νύχτα ξύπνησε για τρίτη και τελευταία φορά, μυρίζοντας καπνό. Πετάχτηκε για να δει τι συμβαίνει και είδε το δωμάτιο που ο σύζυγός της χρησιμοποιούσε σαν γραφείο, τυλιγμένο στις φλόγες. Η συσκευή τηλεφώνου είχε πάρει φωτιά μαζί με τα καλώδια που ένωναν τη γραμμή με την ηλεκτρική εγκατάσταση. Αμέσως έτρεξε να ειδοποιήσει τον Τζορτζ και έπειτα πήγε να ξυπνήσει τους μεγαλύτερους γιους της.
Η Τζένι και ο Τζορτζ Σόντερ μαζί με τέσσερα από τα παιδιά τους, την Μαριόν, την Σίλβια, τον Τζον και τον Τζορτζ Τζούνιορ, κατάφεραν να βγουν από το κτίριο που είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Φώναζαν ξανά και ξανά τα υπόλοιπα πέντε παιδιά της οικογένειας, τα οποία υπέθεταν ότι βρίσκονταν στο πατάρι, αλλά δεν πήραν καμία απάντηση. Προσπάθησαν να ανέβουν πάνω, αλλά ήταν αδύνατον καθώς ολόκληρη η σκάλα που οδηγούσε στον τελευταίο όροφο είχε παραδοθεί στη φωτιά. Αργότερα ο Τζορτζ Σόντερ, ο πατέρας του σπιτιού, είπε στις αστυνομικές αρχές πως ο ίδιος ανέβηκε στο πατάρι για να ξυπνήσει τα παιδιά του, αλλά στη δεύτερη κατάθεση του άλλαξε τον ισχυρισμό του, λέγοντας ότι δεν κατάφερε ποτέ να ανέβει μέχρι πάνω και ότι απλά φώναξε τα παιδιά από τον κάτω όροφο.
Από τη στιγμή που η πυρκαγιά ξέσπασε στο οίκημα των Σόντερ έγιναν διάφορες απόπειρες να ειδοποιηθεί εγκαίρως η πυροσβεστική και να σωθούν τα παιδιά που είχαν παραμείνει στο σπίτι, αλλά το ένα εμπόδιο παρουσιαζόταν μετά το άλλο. Αρχικά, καμία από τις τηλεφωνικές γραμμές στα γύρω σπίτια δεν έμοιαζε να λειτουργεί. Η Μάριον, η μεγάλη κόρη των Σόντερ, πήγε στο σπίτι μίας γειτονίσσας για να τηλεφωνήσει αλλά η γραμμή ήταν νεκρή. Παράλληλα ο ίδιος ο Σόντερ προσπάθησε να μπει στη σοφίτα από το παράθυρο μα έχασε πολύτιμο χρόνο γιατί η σκάλα, που ήταν μόνιμα αφημένη στον κήπο, είχε εξαφανιστεί. Μέσα στον πανικό του ο Τζορτζ επιχείρησε να μετακινήσει δύο από τα φορτηγά του κάτω από το παράθυρο της σοφίτας για να μπορέσει να σκαρφαλώσει, ωστόσο, κανένα από τα δύο δεν έπαιρνε μπροστά παρά το γεγονός ότι οι μηχανές τους λειτουργούσαν κανονικά την προηγούμενη ημέρα.
Μην μπορώντας να κάνουν τίποτα περισσότερο τα έξι μέλη των Σόντερς που είχαν καταφέρει να σωθούν έμειναν στην αυλή του σπιτιού παρακολουθώντας το να φλέγεται και τελικά να καταρρέει μέσα σε 45 μόλις λεπτά. Ήταν πια σίγουροι ότι τα 5 παιδιά τους είχαν χαθεί στις φλόγες.
Η ήδη μυστηριώδης οικογενειακή τραγωδία άρχισε να περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν οι έρευνες που έγιναν στο καμένο σπίτι τις επόμενες ημέρες δεν έφεραν στο φως κανένα από τα πτώματα των παιδιών. Όχι μόνο δεν ανακαλύφθηκε ούτε μία από τις σωρούς, αλλά οι αστυνομικές αρχές δήλωσαν σοκαρισμένες από το γεγονός ότι στη σοφίτα δεν βρέθηκε ούτε ένα οστό, το οποίο να αποδεικνύει ότι τα παιδιά πράγματι χάθηκαν στην πυρκαγιά. Γρήγορα όμως επιχείρησαν να καλύψουν όπως – όπως το τραγικό συμβάν με την τοπική εφημερίδα να δημοσιεύει ένα ψευδές άρθρο, σύμφωνα με το οποίο όλα τα πτώματα είχαν βρεθεί.
Όσο κι αν η οικογένεια προσπάθησε να πάρει σαφείς απαντήσεις για το τι ακριβώς είχε συμβεί στα παιδιά, θολό τοπίο έμοιαζε να καλύπτει αυτή την παράξενη εξαφάνιση. Αν πράγματι το σπίτι είχε πάρει φωτιά από κάποιο πρόβλημα στην ηλεκτρική εγκατάσταση τότε πώς ήταν δυνατό τα φώτα να είναι ακόμα αναμμένα την ώρα που η Τζένι σηκώθηκε από το κρεβάτι; O τεχνικός που ήρθε σε επαφή με την οικογένεια σχετικά με το πρόβλημα στο τηλέφωνο τους ενημέρωσε ότι στην πραγματικότητα η συσκευή δεν βραχυκύκλωσε ποτέ, αλλά ότι κάποιος έκοψε την σύνδεση από το εξωτερικό καλώδιο. Πράγματι μερικές ημέρες μετά οι γείτονες κατέθεσαν ότι είδαν έναν μυστηριώδη άντρα στον κήπο των Σόντερ, τον οποίο κατάφεραν να αναγνωρίσουν. Ο άντρας συνελήφθη και παραδέχθηκε ότι μπήκε στην αυλή του σπιτιού για να κλέψει οικοδομικό εξοπλισμό, παρόλα αυτά ορκίστηκε ότι δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την φωτιά. Η τοπική αστυνομία ποτέ δεν έδωσε στη δημοσιότητα το όνομα του, αλλά ούτε εξήγησε το κίνητρο πίσω από την συγκεκριμένη κλοπή.
Μέχρι τον θάνατο της, η Τζένι, η μητέρα των 5 εξαφανισμένων παιδιών δεν μπόρεσε να δεχθεί ότι τα παιδιά της σκοτώθηκαν σε εκείνη την μυστηριώδη πυρκαγιά. Οι αρχές της πόλης εξέδωσαν ληξιαρχικές πράξεις θανάτου και δικαιολόγησαν το γεγονός ότι ούτε μία από τις σωρούς δεν βρέθηκε ποτέ, λέγοντας ότι προφανώς τα σώματα τους κάηκαν ολοσχερώς.
Η οικογένεια, όμως, θεωρώντας ότι κάτι πολύ παράξενο και ανεξήγητο είχε συμβεί προσέλαβε έναν ιδιωτικό ντέντεκτιβ με το όνομα C.C. Tinsley για να ερευνήσει την υπόθεση.
Εκείνος ξεκίνησε την έρευνα του από τον ασφαλιστή που είχε «απειλήσει» τον Τζορτζ Σόντερ λίγο καιρό νωρίτερα, ανακαλύπτοντας ότι με έναν παράξενο τρόπο υπήρξε ένορκος στο δικαστήριο που έβγαλε το πόρισμα αναφορικά με την πυρκαγιά στο σπίτι της οικογένειας, χαρακτηρίζοντας την «απλό ατύχημα».
Στη συνέχεια ψάχνοντας τα αστυνομικά αρχεία βρήκε μία αναφορά σύμφωνα με την οποία οι αρχές ανακάλυψαν στη σοφίτα μία ανθρώπινη καρδιά, την οποία πήραν από το σπίτι και έθαψαν δίχως να ενημερώσουν τους γονείς των παιδιών. Όταν όμως ο Σόντερ απαίτησε να δει το εύρημα ήρθε αντιμέτωπος με μία ακόμα τρελή ανακάλυψη. Θαμμένη δεν ήταν μία ανθρώπινη καρδιά, αλλά ένα μοσχαρίσιο συκώτι και τίποτα περισσότερο.
Στη μικρή πόλη του Faytteville οι φήμες οργίαζαν για χρόνια. Πολλοί από τους γείτονες υποστήριξαν, μάλιστα, ότι είχαν δει ζωντανά τα παιδιά τις επόμενες μέρες. Μία γειτόνισσα είπε ότι τα είδε στον δρόμο το ίδιο βράδυ, ενώ μία άλλη ότι τους σέρβιρε πρωινό σε ένα εστιατόριο, λίγο έξω από την πόλη το επόμενο πρωί. Μία ακόμα γυναίκα ισχυρίστηκε ότι συνάντησε τα παιδιά, περίπου μία εβδομάδα μετά την εξαφάνιση τους, σε κάποιο ξενοδοχείο, και ότι όταν προσπάθησε να τους μιλήσει το ένα από αυτά της απάντησε στα ιταλικά, κοιτάζοντας την πολύ επιθετικά. Ο Τζορτζ και η Τζένι Σόντερ πεπεισμένοι ότι τα παιδιά τους είναι ζωντανά δεν σταμάτησαν ποτέ να τα αναζητούν. Τύπωσαν φυλλάδια τα οποία μοίρασαν σε ολόκληρη την πολιτεία, αλλά και έξω από αυτή, και ήλπιζαν πάντα ότι μία μέρα θα επιστρέψουν.
Το 1967 η οικογένεια έλαβε ένα παράξενο γράμμα, από μία άγνωστη γυναίκα, συνοδευόμενο από τη φωτογραφία ενός νεαρού άντρα. Η γυναίκα ισχυριζόταν ότι ο άντρας ήταν ο Λούις Σόντερ, τον οποίο είχε τυχαία συναντήσει λίγο καιρό πριν και πως ο ίδιος της αποκάλυψε την αληθινή του ταυτότητα ένα βράδυ που είχε καταναλώσει πολύ αλκοόλ.
Τότε ο Τζορτζ και η Τζένι Σόντερ, βλέποντας τις ελπίδες τους να αναζοπυρώνονται προσέλαβαν έναν ακόμα ιδιωτικό ερευνητή, αλλά εκείνος δεν επικοινώνησε ποτέ ξανά μαζί τους και οι ίδιοι δεν μπόρεσαν ποτέ να τον βρουν. Είχε απλώς εξαφανιστεί, όπως και τα παιδιά τους.
Σήμερα το μοναδικό μέλος των Σόντερ που βρίσκεται στη ζωή είναι η μικρότερη κόρη της οικογένειας, η Σίλβια. Μεγάλωσε δίπλα στο πένθος και την απόγνωση των γονιών της και εξακολουθεί να πιστεύει ότι τα αδέλφια της, ίσως, είναι ζωντανά. Συνεχίζει να ψάχνει να τους βρει.