Έλληνας μετανάστης ξεκίνησε να πουλάει σάντουιτς σε Μεξικανούς και έγινε ο μεγαλύτερος κατασκευαστής κατοικιών στις ΗΠΑ.
Ο Άλεξ Σπανού, παντρεμένος με τη Φωτεινή και πατέρας δύο αγοριών, μαζί με άλλον ένα υπάλληλο, ετοίμαζαν καθημερινά περίπου δυο χιλιάδες σάντουιτς με μπολόνι-το πιο φθηνό κρέας που υπήρχε στην αγορά- για να ταΐσουν το μεσημέρι του Μεξικανούς εργάτες και να εισπράξουν το 1 δολάριο και 75 σέντς, που ήταν η τιμή του ενός.
Λίγες εβδομάδες πριν ξεκινήσει αυτή τη δουλειά ήταν άνεργος ο 28χρονος, γιος ενός φούρναρη που δούλευε από παιδί στην οικογενειακή επιχείρηση για να μάθει την δουλειά.
Τα 800 δολάρια που είχε πάρει ως δάνειο από την τράπεζα, ήταν αρκετά για να στήσει την επιχείρηση με τα σάντουιτς-μπολόνι, τα οποία εξαφανίζονταν εν ριπή οφθαλμού από τους πεινασμένους εργάτες, παρόλο που δεν τους άρεσαν. Αυτοί ήταν συνηθισμένοι σε άλλες γεύσεις, όμως, αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που απασχολούσε τον Άλεξ Σπανό που κέρδιζε ένα δολάριο στο κάθε σάντουιτς.
Η δουλειά πήγαινε πρίμα και τα κέρδη είχαν άρχισαν να έρχονται γι΄αυτόν τον δαιμόνιο Έλληνα που τάιζε με πάμφθηνα ιταλικά σάντουιτς Μεξικάνους. Αυτό που πιθανότατα δεν φανταζόταν ο Άλεξ Σπανός, ήταν το πόσο πλούσιος θα γινόταν μέσα σε λίγες δεκαετίες, ως κατασκευαστής, χτίζοντας οικιστικά συγκροτήματα σε όλη την Αμερική. Έγινε όμως και σκληρός εργοδότης, σύμφωνα με κάποιους, που δεν δίσταζε να βάλει τις φωνές και να κατσαδιάζει τους υπαλλήλους του, όταν κάτι δεν πήγαινε καλά.
Δεν χώρισε ποτέ από την γυναίκα της ζωής του την Φωτεινή Παπαφακλή, που του χάρισε τέσσερα παιδιά, έμεινε μέχρι το θάνατό του στο Στόκτον-την πόλη που γεννήθηκε-και κατάφερε να γίνει ιδιοκτήτης ομάδας του NFL. Ξεκινώντας με οχτακόσια δολάρια έφτασε να έχει προσωπική περιουσία που αγγίζει τα δυόμιση δισεκατομμύρια, η οποία περιλαμβάνει ακόμη και αμπελώνες στην φημισμένη κοιλάδα της Νάπα στην Καλιφόρνια. Το μέρος όπου ο δαιμόνιος αυτός Έλληνας μετανάστης ξεκίνησε να χτίζει την αυτοκρατορία του.
Ήταν μια ζεστή μέρα του Ιούλη το 1931 και ο οχτάχρονος Άλεξ Σπανός είχε ήδη συμπληρώσει πέντε ώρες δουλειάς στον φούρνο «Roma Lunch Bakery», που ανήκε στον πατέρα του Κώστα. Οι φίλοι του ήταν πιο τυχεροί. Κολύμπαγαν σε κάποιο σημείο του ποταμού Σαν Χοακίν, παίζοντας και φωνάζοντας όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του. Ο Σπανός όμως δούλευε από μικρός επειδή ο πατέρας του επέμενε να μάθει σιγά-σιγά τη δουλειά, αφού στο σχολείο δεν ήταν και ο καλύτερος μαθητής. Γι’ αυτό ο μικρός σηκωνόταν από τις τρεις τα ξημερώματα ώστε να να ψήνει ψωμί και άλλα καλούδια στον φούρνο, για τέσσερις ώρες.
Στην αυτοβιογραφία του, ο Έλληνας μετανάστης μιλάει για τον σκληρό χαρακτήρα του πατέρα του, υπογραμμίζοντας «εγώ και τα αδέρφια μου τον φοβόμασταν μέχρι θανάτου. Ποτέ δεν μας χάρισε μια αγκαλιά όταν ήμασταν παιδιά και ποτέ δεν μας έδωσε συγχαρητήρια για ότι πετύχαμε σαν μεγάλοι».
Η τιμωρία υπήρχε σε ημερήσια διάταξη, ακόμη και για κάτι ασήμαντο που θα έκανε ο Άλεξ ή κάποιος από τα αδέρφια του. Ο πατέρας τους έκοβε ένα λεπτό κλαδί από ένα δέντρο, αφαιρούσε τα φύλλα και τους έδερνε στα πόδια, αδιαφορώντας για τα κλάματα και τον αφόρητο πόνο. Μεγαλώνοντας ο Άλεξ που ήταν πολύ έξυπνος κατάφερε να μπει στο Πανεπιστήμιο Polytechnick της Καλιφόρνια, την εποχή που οι άνεμοι του Β’ Παγκοσμίου σφύριζαν πάνω από την Αμερική.
Το 1943 αφήνει τις σπουδές του και κατατάσσεται στον στρατό, επιλέγοντας αρχικά να γίνει πιλότος, όμως, τελικά εγκαταλείπει το πρόγραμμα, επειδή βιαζόταν να πολεμήσει. Παίρνει την ειδικότητα «πολυβολητής ουράς»-tail gunner-σε βομβαρδιστικό και αποδεικνύεται ικανότατος σε αυτό το πόστο, από τα πιο επικίνδυνα σε ένα τέτοιο αεροσκάφος.
Στα είκοσί του χρόνια είναι ήδη ερωτευμένος με την Φωτεινή Παπαφακλή, την οποία γνωρίζει στο Ντριου Φιλντ της Τάμπα, όπου είχε εγκατασταθεί. Η 18χρονη καλλονή με καταγωγή από την Σύμη, ερωτεύεται τον Σπανό και το ειδύλλιο θα κρατήσει ακόμη και εξ’ αποστάσεως μετά το τέλος του πολέμου. Μετά από πέντε χρόνια έρωτα, παντρεύονται το 1948 και εγκαθίστανται στο Στόκτον για να ξεκινήσουν την κοινή τους ζωή, χωρίς να φαντάζονται αυτά που θα έρθουν.
Τα πρώτα χρόνια του έγγαμου βίου τους δεν είναι αυτό που θα αποκαλούσε κάποιος στρωμένα με ροδοπέταλα, αφού ο Έλληνας μετανάστης προσπαθεί να βρει ή να στήσει μια δουλειά δική του. Το κέτερινγκ με σάντουιτς στους Μεξικανούς αποδεικνύεται μια καλή αρχή, παρόλο που ο Σπανός δουλεύει περισσότερο από δέκα έξι ώρες την ημέρα. Θα εξελιχθεί σε μια επιχείρηση πολύ πιο επικερδή όταν οι ιδιοκτήτες γης του ζητούν όχι μόνο να βρει Μεξικανούς εργάτες, αλλά να τους εξασφαλίσει εκτός από τροφή και στέγη.
Η δουλειά μεγαλώνει και τα τριάντα πέντε χιλιάδες δολάρια που κερδίζει το 1951 αυγατίζουν χρόνο με τον χρόνο. Το 1957 ο Σπανός είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής φαγητού-στο μενού έχει προσθέσει εκτός από σάντουιτς-μπολόνι και φασόλια-αφού σιτίζει καθημερινά περισσότερους από εφτά χιλιάδες εργάτες.
Τα κέρδη εκείνης της χρονιάς είναι εξωπραγματικά, αφού αγγίζουν τις εφτακόσιες χιλιάδες δολάρια και ο λογιστής του τον συμβουλεύει να επενδύσει στο real estate και στις κατασκευές για φορολογικούς λόγους. Θα το κάνει, ξεκινώντας στην αρχή με ακριβά διαμερίσματα, αλλά πολύ γρήγορα θα στραφεί στις πολυκατοικίες για τις μάζες.
Η A.G. Spanos Companies ιδρύεται το 1960 και μέχρι το 1977 είναι η μεγαλύτερη εταιρία κατασκευής οικιστικών διαμερισμάτων στην Αμερική, κάνοντας τον ιδιοκτήτη της πάμπλουτο. Οι φωνές του όταν κάτι πάει στραβά και τα «γαλλικά» σε υπαλλήλους και στελέχη γράφουν ιστορία σε μήτινγκ και συνεδριάσεις, ενώ κάποιοι όταν μαθαίνουν ότι έρχεται, προτιμούν να κρυφτούν ακόμη και στις τουαλέτες.
Η βάση του είναι πάντα το Στόκτον, εκεί όπου μένει μαζί με την γυναίκα του, ενώ τα τέσσερα παιδιά του μένουν σε απόσταση αναπνοής και αρχίζουν να του χαρίζουν εγγόνια.
Η δημοσιότητα είναι μια σχετικά άγνωστή λέξη για τον Έλληνα, που κάποια στιγμή δοκίμασε μια επένδυση επί ελληνικού εδάφους, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, όταν πρωθυπουργός ήταν ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Ο Έλληνας μετανάστης έρχεται στην Αθήνα και συναντιέται με τον τότε πρωθυπουργό, λέγοντάς του ότι επιθυμούσε να ανοίξει ένα καζίνο μέσα στον Αστέρα Βουλιαγμένης.
Μετά την παρότρυνση του Μητσοτάκη, ετοιμάζει τα σχέδια του καζίνο, ξεκινάει την διαδικασία αδειοδότησης και αναζητά εργολάβους για την κατασκευή. Θα δαπανήσει περίπου τριάντα εκατομμύρια παλιές καλές δραχμές στον βωμό δεκάδων υπηρεσιών και της ελληνικής γραφειοκρατίας, αρνούμενος όμως να «λαδώσει». Τελικά, διαπιστώνει ότι το καζίνο δεν θα προχωρήσει ποτέ και τότε είναι που θα δηλώσει «έχω κάνει δουλειές παντού. Μόνο στην Ελλάδα έχασα λεφτά χωρίς να κάνω δουλειά».
Το πάθος του Σπανού για το αμερικάνικο ποδόσφαιρο και τα σπορ γενικότερα ήταν δεδομένο, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε να χορηγεί δεκάδες παιδικές και εφηβικές ομάδες στην πολιτεία της Καλιφόρνια. Όπου χρειάστηκε έκτισε με δικά του έξοδα στάδια, ενώ πλήρωνε όλο τον εξοπλισμό που χρειαζόταν μια ομάδα σε στολές, κράνη, παπούτσια κ.λ.π. Όμως το σαράκι που τον έτρωγε ήταν ένα. Ήθελε να έχει την δική του ομάδα στο NFL, την λίγκα του αμερικάνικου ποδοσφαίρου και ξεκίνησε τις προσπάθειες από τα μέσα της δεκαετίας του ’70.
Όπως έγραψε στην αυτοβιογραφία του ο Έλληνας μετανάστης «ήμουν οπαδός των San Francisco 49ers αλλά η ομάδα δεν πουλιόταν. Χτύπησα τους Tampa Bay Bucanners το 1974 αλλά άργησα. Τρία χρόνια μετά ο Αλ Ντέιβις, ιδιοκτήτης των Oakland Raiders με πήρε τηλέφωνο, μου είπε ότι ο 49ers πουλιούνται και με ρώτησε αν ενδιαφέρομαι. Πρόσφερα δώδεκα εκατομμύρια, αλλά λίγες ώρες μετά με πληροφόρησε ότι υπήρχε πρόταση για δέκα οχτώ εκατομμύρια δολάρια, δίνοντάς μου μια διορία ωρών για να κάνω αντιπροσφορά».
Ο Έλληνας μετανάστης σκέφτηκε ότι κανείς δεν θα έδινε αυτά τα λεφτά για μια ομάδα χωρίς επιδόσεις που τα ετήσια κέρδη της ήταν μόλις εκατό χιλιάδες δολάρια και μένει στην αρχική του προσφορά. Μισή ώρα μετά το τέλος της διορίας ανακοινώθηκε ότι η οικογένεια Ντε Μπαρτόλο ήταν οι νέοι ιδιοκτήτες των 49ers και ο Έλληνας εκατομμυριούχος έχει χάσει άλλη μια φορά.
Τελικά το 1984, το όνειρό του θα γίνει πραγματικότητα, όταν αγοράζει το 60% των San Diego Chargers, πληρώνοντας σαράντα οχτώ εκατομμύρια τριακόσιες χιλιάδες δολάρια. Μέσα σε δέκα χρόνια θα αγοράσει τα μερίδια όλων σχεδόν των μικρομετόχων, ανεβάζοντας το μερίδιό του στο 97%, έχοντας γνωρίσει μια απίστευτη δημοσιότητα. Κάτι απόλυτα αναμενόμενο, αφού το αμερικάνικο ποδόσφαιρο, είναι το δημοφιλέστερο άθλημα στις ΗΠΑ και τα ΜΜΕ έπαθαν μια φρενίτιδα με τον Άλεξ Σπανό.
Μέσα σε μια ημέρα, όλοι ήθελαν να μάθουν ποιος είναι ο «φαντομάς» δισεκατομμυριούχος που απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο των San Diego Chargers. Αρχικά ο Έλληνας μετανάστης θέλει να μετακομίσει στο Σαν Ντιέγκο, αλλά τότε η σύζυγός του τον πείθει να μείνουν στο αγαπημένο τους Στόκτον, εκεί όπου είναι οι φίλοι τους.
Θα την ακούσει και έτσι θα γλιτώσει από τις γκρίνιες των οπαδών όταν η ομάδα χάνει, που τον αναζητούν για να του τα ψάλλουν μέχρι τον Ιανουάριο του 1995.
Τότε που η ομάδα του θα φτάσει στον περίφημο τελικό του Super Bowl κόντρα στους 49ers την ομάδα που κάποτε έχασε μέσα από τα χέρια του. Στις 29 Ιανουαρίου οι Chargers υποτάσσονται στην ανωτερότητα των 49ers και ο Σπανός στην μοίρα του, που τον θέλει να κερδίζει στις buisiness και να χάνει στα σπορ.
Η υγεία του, η οποία είχε αρχίσει να παρουσιάζει προβλήματα από το 2000, όταν και υποβλήθηκε σε επταπλό by pass καρδιάς, δεν χαρίστηκε καθόλου στον Έλληνα επιχειρηματία. Ακολούθησε μια μάχη με τον καρκίνο, την οποία επίσης κέρδισε αλλά το 2008 ήρθε η άνοια, ο Σπανός σταμάτησε τις δημόσιες εμφανίσεις του, ενώ δεν πήγαινε στο γήπεδο να δει την ομάδα του, αφού άρχισε να υποκύπτει στην λήθη της μνήμης, ξεχνώντας πρόσωπα, ακόμη και ανθρώπους που ήταν δίπλα του συνέχεια.
Με τέσσερα παιδιά, δέκα εγγόνια και δεκαπέντε δισέγγονα, που άλλοτε γνώριζε και άλλοτε όχι, ο Έλληνας μετανάστης, που έχτισε μια αυτοκρατορία, άρχισε να γίνεται σκιά του παντοδύναμου άλλοτε εαυτού του.
Τον περασμένο Αύγουστο, η σύζυγός του Φαίη έφυγε σε ηλικία 92 ετών, αφήνοντας τον εντελώς μόνο μετά από μια ολόκληρη ζωή, κάτι που επιβάρυνε περισσότερο την ψυχολογία και την υγεία του ανθρώπου που έγινε ο αυτοκράτορας των οικοδομών στις ΗΠΑ. Την ακολούθησε κι αυτός εκεί ψηλά λίγους μήνες αργότερα, μην αντέχοντας την απώλεια της, μετά από εβδομήντα χρόνια κοινής πορείας σε μια μυθιστορηματική διαδρομή ζωής.