Η οσκαρική ταινία «Φιλαδέλφεια» είναι μία αληθινή ιστορία για το πώς αντιμετωπίζονταν οι ασθενείς του AIDS στα πρώτα χρόνια. Ελάχιστοι είναι αυτοί που δεν την έχουν δει, ενώ ακόμη λιγότεροι αυτοί που την είδαν και δεν δάκρυσαν, δεν θύμωσαν, δεν βυθίστηκαν σε σκέψεις, δεν προβληματίστηκαν.
Όπως κάθε ταινία που αποτελεί σημείο αναφοράς για τον κινηματογράφο έτσι και αυτή έχει άγνωστες πτυχές που σοκάρουν και συγκινούν όσο και όταν την πρωτοδεί κάποιος.
Ο Τομ Χάνκς ενσαρκώνει τον Τζέφρι Μπάουερς. Μπήκε τόσο πολύ στο «πετσί» του ρόλου που όπως και ο ίδιος είχε πει, υπήρχαν στιγμές που κοιταζόταν στον καθρέφτη και δεν αναγνώριζε τον εαυτό του.
Ήταν η ιστορία ενός νεαρού δικηγόρου που βρέθηκε εκτός δουλειάς επειδή νόσησε. Ήταν μια από τις πρώτες δίκες στις ΗΠΑ ενάντια στην ομοφοβία και τον κοινωνικό ρατσισμό που αντιμετώπιζαν οι φορείς του AIDS.
Στις 29 Δεκεμβρίου του 1953, γεννιέται στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ, o Τζέφρι Μπάουερς. Σπουδάζει νομική και λαμβάνει το μπατσελόρ του στις πολιτικές επιστήμες. Πριν καταφέρει να μπει σε κάποιο νομικό γραφείο, εργάζεται σε μια βιομηχανία αλλά και ως ρεπορτερ σε έναν τοπικό τηλεοπτικό σταθμό.
Τελικά, το φθινόπωρο του 1979 κάνει το όνειρό του πραγματικότητά και προσλαμβάνεται σε ένα νομικό γραφείο στη Νέα Υόρκη. Ο νεαρός δικηγόρος κάνει εκπληκτική δουλειά και δεν αργεί να μπει στο «μάτι» του νομικού γραφείου Baker & McKenzie που εκείνη την εποχή αναλάμβανε σπουδαίες υποθέσεις σχεδόν σε κάθε άκρη των ΗΠΑ. Τον Μάιο του 1986, στις ετήσιες αξιολογήσεις της εταιρείας ο Τζέφρι τα πάει περίφημα και κερδίζει τα εύσημα από τους προϊσταμένους του.
Δυο μήνες αργότερα τα πάντα αλλάζουν και μάλιστα με δραματικό τρόπο. Τα αφεντικά της εταιρείας αποφασίζουν να τον απολύσουν χωρίς την προβλεπόμενη αποζημίωση, μη τηρώντας τις συνήθεις διαδικασίες και χωρίς κανείς να του εξηγήσει κάποιος τι είχε συμβεί. Οι προϊστάμενοι του αντιτίθενται στην απόφαση αυτή, καθυστερώντας έτσι την απόλυση. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου 12 από τους 15 εταίρους της φίρμας ψηφίζουν υπέρ της απόλυσης του και στις 5 Δεκεμβρίου 1986 ο Τζέφρι φεύγει οριστικά από την Baker & McKenzie. Τα αφεντικά είχαν μάθει πως ο Τζέφρι τον Απρίλιο του 1986 είχε διαγνωσθεί με AIDS και πως ήταν ομοφυλόφιλος.
Ο νεαρός δικηγόρος προσέφυγε στο Τμήμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Νέας Υόρκης το οποίο τον Ιούλιο του 1987 διεξήγαγε τις πρώτες ακροάσεις για την υπόθεση. Η αντίπαλη πλευρά υποστήριζε ότι ο Τζέφρι δεν είχε καλή επίδοση στη δουλειά του και πως τα σημάδια στο πρόσωπό του από την ασθένεια «δημιουργούσαν προβλήματα». Η υπόθεση πήρε το δρόμο προς τις δικαστικές αίθουσες.
Αντίθετα με το τι παρουσιάζει η ταινία ο Τζέφρι δεν ζούσε όταν δικαιώθηκε. Πέθανε στις 30 Σεπτεμβρίου 1987 στη Βοστώνη. Ένα χρόνο αργότερα πέθανε και ο σύντροφός του. Η δικαίωση ήρθε μόλις τον Δεκέμβριο του 1993, ενώ η υπόθεση έκλεισε οριστικά το 1995 όταν η Baker & McKenzie απέσυρε την έφεση που έκανε και προχώρησε σε «εμπιστευτική διευθέτηση του ζητήματος» με την οικογένεια του Τζέφρι.
Και μιας και ο λόγος για την οικογένεια του νεαρού δικηγόρου, έχει σημασία να τονιστεί πως αντίθετα με το πώς εμφανίζεται στην ταινία, κράτησε μια εξαιρετικά σκληρή στάση απέναντι σε οποιονδήποτε θέλησε να ασχοληθεί με αυτή την υπόθεση.
Αρχικά, έκανε αγωγή στους παραγωγούς της ταινίας καθώς υποστήριζαν πως το σενάριο βασίστηκε στη ζωή του Τζέφρι και πως ο παραγωγός Σκοτ Ρουντιν τους εξαπάτησε όταν τους είπε πως θέλει να μάθει για την ιστορία του γιού τους προκειμένου να εμπνευστεί από αυτήν.
Υποστήριξαν, μάλιστα, πως 54 σκηνές της ταινίας ήταν πιστή αντιγραφή γεγονότων από τη ζωή του Τζέφρι και πως κάποιος θα μπορούσε να τα ξέρει μόνο αν εκείνοι του τα είχαν πει. Και αυτή η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια, το 1996, με τους δημιουργούς της ταινίας να παραδέχονται πως το σενάριο «βασίστηκε εν μέρει» στη ζωή του νεαρού δικηγόρου.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι πως η οικογένεια του Τζέφρι ουδέποτε αναγνώρισε το παραμικρό δικαίωμα στον, σύντροφο του γιού τους, τον συγγραφέα Άλεξ Λοντρες, ο οποίος στάθηκε στο πλάι του νεαρού δικηγόρου όσο ζούσε, στη δύσκολη δικαστική μάχη που έδινε.
Η πρώτη επιλογή του σκηνοθέτη Τζόναθαν Ντέμι, για να υποδυθεί τον ομοφυλόφιλο δικηγόρο Άντριου Μπέκετ (όπως ήταν το όνομα του ήρωα στην κινηματογραφική μεταφορά) ήταν ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, ο οποίος, ωστόσο, αρνήθηκε προκειμένου να πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Εις το Όνομα του Πατρός».
Το αξιοσημείωτο είναι πως και οι δυο αυτές ταινίες έφτασαν στα Όσκαρ, με τους δυο πρωταγωνιστές να είναι υποψήφιοι για τον Α’ ανδρικό ρόλο, και το χρυσό αγαλματίδιο τελικά να καταλήγει στα χέρια του Τομ Χανκς.
Αν και η ταινία υμνούσε τον αγώνα κατά της ομοφοβίας και εξέπεμπε μηνύματα υπέρ των δικαιωμάτων των ασθενών του AIDS, λέγεται πως οι παραγωγοί αρνήθηκαν να δώσουν ρόλο στον ηθοποιό Ρον Βάουτερ ο οποίος ήταν φορέας του ιού. Τελικά και υπό τον φόβο να προκληθούν σχόλια και αρνητική διαφήμιση του δόθηκε ένας ρόλος. Ο Βάουτερ έφυγε από τη ζωή το 1994.
Παράλληλα, στην ταινία προσλήφθηκαν 53 ακόμα φορείς του AIDS ως κομπάρσοι. Ένα χρόνο αργότερα οι περισσότεροι από αυτούς είχαν πεθάνει από επιπλοκές της νόσου. Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά όταν ο Χάνκς παρέλαβε το χρυσό αγαλματίδιο μόλις 10 ήταν ζωντανοί!
Λέγεται μάλιστα πως σε εκείνους αναφερόταν ο σπουδαίος ηθοποιός όταν από το βήμα είπε δακρυσμένος πως: «ο παράδεισος είναι γεμάτος με αγγέλους, που τους αγκάλιασε ο Δημιουργός και τους γιάτρεψε τον πυρετό, τους απάλυνε τον πόνο, τους καθάρισε τα σώματα από τα σημάδια και είναι, πια, αναπαυμένοι και ήσυχοι».
Στο τέλος της ταινίας, στην τελετή που γίνεται στο σπίτι του νεκρού πλέον δικηγόρου προβάλλεται ένα βίντεο που υποτίθεται πως ήταν από τα παιδικά χρόνια του κεντρικού ήρωα. Στην πραγματικότητα αυτό το βίντεο είναι από το προσωπικό αρχείο του Τομ Χανκς καθώς είναι ο ίδιος ο ηθοποιός σε παιδική ηλικία!
Όποιος έχει δει την ταινία σίγουρα θα θυμάται τη σκηνή με το μασκέ πάρτι όπου ο «Άντριου» και ο «Μιγκέλ» (Αντόνιο Μπαντέρας) ήταν ντυμένοι αξιωματικοί. Αυτό μόνο τυχαία δεν έγινε. Ουσιαστικά ήταν ένα μήνυμα του σκηνοθέτη για να τιμήσει τους γκέι άνδρες και γυναίκες που υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις, αφήνοντας αιχμές κατά του προέδρου των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον ο οποίος με το διάταγμα «Don’t ask – Don’t tell» επέτρεπε μεν στους ομοφυλόφιλους να υπηρετούν, αλλά αποκρύπτοντας την σεξουαλική τους ταυτότητα.
Στην ταινία υπάρχει και μια σκηνή η οποία κόπηκε. Είναι αυτή που δείχνει τον «Άντριου» και τον «Μιγκέλ» να είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι και να συνομιλούν για την ασθένεια, με τον Μπαντέρας να τονίζει πως κάποια στιγμή θα είναι θεραπεύσιμη. Ο σκηνοθέτης είχε πει πως έκοψε την σκηνή γιατί «έριχνε τον ρυθμό της ταινίας», αν και ακούστηκε πως δεν ήθελε να σοκάρει με την εικόνα των δυο ανδρών στο κρεβάτι.
Τέλος, πριν ο ρόλος του συνηγόρου υπεράσπισης του νεαρού δικηγόρου καταλήξει στον σπουδαίο Ντένζελ Ουάσινγκτον, ο σκηνοθέτης είχε προτείνει την ηθοποιό Τζόντι Φόστερ. Εκείνη αρνήθηκε και έτσι ο Τζόναθαν Ντέμι στράφηκε στους Μπίλ Μάρεϊ και Ρόμπιν Γουίλιαμς προκειμένου να δώσει και μια κωμική διάσταση στο ρόλο.
Τελικά ούτε αυτό ευδοκίμησε και έτσι ο Ουάσινγκτον αυτόπροτάθηκε να υποδυθεί τον ομοφοβικό συνήγορο. Η ιδέα άρεσε στον σκηνοθέτη ο οποίος τον προέτρεψε να πάρει και αρκετά κιλά, ώστε να είναι αισθητή η διαφορά από έναν υγιή άνθρωπο και έναν ασθενή της φονικής αρρώστιας…