Το νέο ντοκιμαντέρ του Netflix με τίτλο «What Jennifer Did» εξερευνά την συγκλονιστική ιστορία της Τζένιφερ Παν, η οποία το 2010 κάλεσε τις αρχές για βοήθεια, ισχυριζόμενη ότι διαρρήκτες επιτίθενται στους γονείς της. Ωστόσο, αργότερα συνελήφθη για το έγκλημα.
Τον Νοέμβριο του 2010, ένας ομάδα ανδρών εισέβαλε στο σπίτι της οικογένειας Παν στο Μάρκχαμ, Οντάριο, όπου δολοφόνησαν τη μητέρα της Τζένιφερ και τραυμάτισαν σοβαρά τον πατέρα της με πυροβολισμούς στο κεφάλι και στον ώμο. Ακολούθησαν πολλαπλές καταθέσεις από την Παν καθώς η αστυνομία διερευνούσε το συμβάν.
Η κατάσταση περιπλέκεται όταν ο επιζών πατέρας κατάφερε να αναφέρει λεπτομέρειες που οδήγησαν στη σύλληψη της Τζένιφερ. Μετά από μακρά δικαστική διαδικασία, το 2014 η Παν και τρεις συνεργάτες της, συμπεριλαμβανομένου του πρώην συντρόφου της Ντάνιελ Γουονγκ, καταδικάστηκαν για φόνο πρώτου βαθμού και απόπειρα φόνου, με την ποινή να είναι ισόβια κάθειρξη με την πρώτη δυνατότητα αποφυλάκισης μετά από 25 χρόνια.
Παρόλα αυτά, ένα εφετείο έχει πρόσφατα διατάξει την επανάληψη της δίκης για την κατηγορία του φόνου πρώτου βαθμού, με την υπόθεση να προωθείται στο Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά. Η Τζένιφερ Παν δεν έχει το δικαίωμα επικοινωνίας με τον πατέρα της, που επέζησε της επίθεσης.
Το ντοκιμαντέρ του Netflix αφηγείται την πίεση που της ασκούσαν οι γονείς της για να διαπρέψει στη ζωή της, συμπεριλαμβανομένων των μαθημάτων πιάνου και του καλλιτεχνικού πατινάζ. Ο πατέρας της, Χαν, φέρεται να την εμπόδιζε να παρακολουθεί σχολικούς χορούς και πάρτι, καθώς και να βγαίνει ραντεβού. Καθώς η Τζένιφερ μεγάλωνε, οι ακαδημαϊκές της επιδόσεις άρχισαν να γίνονται μέτριες και να λέει ψέματα στους γονείς της για τους βαθμούς της.
Τελικά, τους είπε ψέματα και για τη φοίτησή της στο πανεπιστήμιο, ενώ αντ’ αυτού δούλευε κρυφά σε διάφορες δουλειές προσποιούμενη ότι πήγαινε στα μαθήματα.Κάποια στιγμή, τα ψέματα αποκαλύφθηκαν και οι γονείς της, της απαγόρευσαν να βλέπει τον τότε σύντροφό της, Ντάνιελ Γουονγκ, καθώς σύμφωνα με αυτούς ήταν κακή επιρροή. Εκείνος, όμως, αν και προχώρησε στη ζωή του, αποτέλεσε και τον «διαμεσολαβητή», ώστε να βρεθούν άνθρωποι να σκοτώσουν τους γονείς της, καθώς ήταν γνωστός στο κύκλωμα ναρκωτικών της περιοχής.
Συγκεκριμένα, το 2010, η Τζένιφερ Παν άρχισε να σχεδιάζει τη δολοφονία των γονιών της, προσλαμβάνοντας τον Λένφορντ Κρόφορντ, έναν από τους γνωστούς του συντρόφου της. Ο πατέρας της, όμως, επέζησε από το περιστατικό που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2010 και τέθηκε σε τριήμερο τεχνητό κώμα. Όταν ξύπνησε, η μαρτυρία του ήρθε σε αντίθεση με κάποια από αυτά που είχε πει η κόρη του στην αστυνομία.
Συγκεκριμένα, θυμόταν ότι μιλούσε φιλικά με έναν από τους άνδρες που μπήκαν στο σπίτι τους και ότι δεν την έδεσαν κατά τη διάρκεια της εισβολής.Η αστυνομία την προσήγαγε για μια τρίτη κατάθεση, η οποία προβάλλεται στο ντοκιμαντέρ και ήταν καθοριστική για τη σύλληψή της. Συνέλαβαν τον Γουόνγκ, τον Κρόφορντ και δύο άλλους άνδρες που συμμετείχαν στη διάρρηξη στις αρχές του 2011.
Ο Χαν δεν ήταν παρών στο δικαστήριο για την καταδίκη της κόρης του, αλλά υπέβαλε γραπτή δήλωση. «Όταν έχασα τη γυναίκα μου, έχασα ταυτόχρονα και την κόρη μου», ανέφερε στη δήλωσή του, σύμφωνα με το CBC. «Ελπίζω η κόρη μου Τζένιφερ να σκεφτεί τι συνέβη στην οικογένειά της και να μπορέσει κάποια στιγμή να γίνει ένας καλός, τίμιος άνθρωπο». .
Σύμφωνα με το Toronto Life, το δικαστήριο εξέδωσε δύο διαταγές μη επικοινωνίας: μία μεταξύ των κατηγορουμένων και μία άλλη μεταξύ της Τζένιφερ και του πατέρα και του αδελφού της, οι οποίοι το ζήτησαν. Ο δικηγόρος της δήλωσε τότε στο δικαστήριο ότι εκείνη παραμένει πρόθυμη να μιλήσει με την οικογένειά της.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Toronto Life του 2015, ο Χαν προσπάθησε να πουλήσει το σπίτι του, αλλά δεν μπόρεσε να βρει αγοραστή. Ζούσε τότε με συγγενείς σε κοντινή απόσταση και δεν μπορούσε να εργαστεί μετά το περιστατικό. Αντιμετώπιζε επίσης χρόνιους πόνους, άγχος και αϋπνία. Και στα χρόνια που ακολούθησαν το περιστατικό μεγάλης δημοσιότητας, παρέμεινε μακριά από τη δημοσιότητα.
Τον Μάιο του 2023, το Εφετείο του Οντάριο διέταξε την επανάληψη της δίκης για την κατηγορία του φόνου πρώτου βαθμού, αφού διαπίστωσε ότι ο δικαστής δεν είχε προτείνει στους ενόρκους εναλλακτικές πιθανές ετυμηγορίες, όπως ο φόνος δεύτερου βαθμού ή η ανθρωποκτονία, σύμφωνα με το CBC.
Η υπόθεση βρίσκεται πλέον στο Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά, σύμφωνα με την εφημερίδα Markham Economist & Sun, το οποίο θα λάβει απόφαση για το αν θα την εκδικάσει. Εάν όχι, η Παν και οι άλλοι κατηγορούμενοι θα μπορούν να ζητήσουν άμεσα αναστολή.