Πρόσφατα δημοσιεύσαμε στη σελίδα μας ένα άρθρο με τίτλο: Αρνητής πατέρας έκανε μήνυση 2.700.000€ στη διευθύντρια του σχολείου επειδή επέβαλε μάσκα στο παιδί του, το οποίο ισχυριζόταν ότι «γονέας μαθητή σε σχολείο στη Θέρμη Θεσσαλονίκης υπέβαλε μήνυση 2.7 εκατομμυρίων ευρώ στη διευθύντρια επειδή δεν επέτρεψε την είσοδο του μαθητή στο σχολείο χωρίς self test και χρήση μάσκας» και ότι οι πολίτες μπορούν να υποβάλλουν προς τις κρατικές αρχές, δημόσιους λειτουργούς και τραπεζικά ιδρύματα, έγγραφα με τα οποία να ανακαλούν την αντιπροσώπευσή τους. Με αυτό το τρόπο παύουν να δεσμεύονται από τους νόμους του ελληνικού κράτους και τις συνέπειες των πράξεών τους .
Οι συγκεκριμένες πληροφορίες είναι ανακριβείς και δεν ισχύουν καθώς ο εν λόγω γονέας, κ. Σαριανίδης δεν δήλωσε ότι κατέθεσε ή ότι θα κατέθετε μήνυση, αλλά ότι, με έγγραφο που συνένταξε ο ίδιος, μετά τη “σύμβαση” που κατήρτησε ως αυτόχθων ιθαγενής, “επέβαλε πρόστιμο” με αυτό το ποσό στη διευθύντρια του σχολείου.
Ο εν λόγω ισχυρισμός βασίζεται στην νομικά αβάσιμη θέση ότι, με την υποβολή κάποιας δήλωσης “ανάκλησης της πληρεξουσιότητας” ή της “αντιπροσώπευσης” προς κάποια δημόσια αρχή ή εξουσία, ο εκάστοτε πολίτης μπορεί να λειτουργεί ως νομοθετική, εκτελεστική ή δικαστική εξουσία. Οι συνταγματικοί θεσμοί, οι νόμοι και οι κανόνες δικαίου ισχύουν χωρίς να υπάρχει ανάγκη συμφωνίας του κάθε πολίτη με αυτούς που τους θεσπίζουν. Επομένως η σχετική δήλωση δεν παράγει κανένα νομικό αποτέλεσμα που να μπορεί να επικαλεστεί κάποιος ενώπιον των αρχών ή έναντι άλλων προσώπων. Η αντιπροσώπευση είναι θεσμός του αστικού δικαίου, δηλαδή αφορά τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (φυσικών και νομικών προσώπων) και δεν καταργεί τις σχέσεις δημοσίου δικαίου, που εξ ορισμού αφορούν τη σχέση πολιτών και κράτους. Οι βουλευτές, για παράδειγμα, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν έχουν προσωπική σχέση αντιπροσώπου με κάθε πολίτη καθώς είναι εκπρόσωποι ολόκληρου του έθνους. Η πρωτοκόλληση εγγράφων, η σιωπηρή στάση της διοίκησης απέναντι στα νομικώς παράλογα αιτήματα και η άρνηση απάντησης σε προτάσεις σύμβασης, δεν σημαίνουν ότι τα έγγραφα που υποβάλουν ομάδες όπως οι “αυτόχθονες ιθαγενείς” αποκτούν αυτόματα ισχύ και δημιουργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Τι συμβαίνει πραγματικά σύμφωνα με τα ellinikahoaxes.gr:
Το Σεπτέμβριο του 2021 κυκλοφόρησε η είδηση ότι γονέας μαθητή σε σχολείο στη Θέρμη Θεσσαλονίκης υπέβαλε μήνυση 2.7 εκατομμυρίων ευρώ στη διευθύντρια, επειδή δεν επετράπη στο μαθητή η είσοδος χωρίς την τήρηση μέτρων προστασίας για την COVID-19. Ωστόσο, ο ισχυρισμός περί μήνυσης δεν ευσταθεί. Το έγγραφο που υπέβαλε ο γονέας, στην πραγματικότητα, είναι μια επινοημένη “πράξη προστίμου” χωρίς καμία νομική ισχύ, που βασίζεται στην αβάσιμη θεωρία περί “ανάκλησης αντιπροσώπευσης“.
Στο συγκεκριμένο λοιπόν άρθρο μας αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Αρνητής πατέρας έκανε μήνυση 2.700.000€ στη διευθύντρια του σχολείου επειδή επέβαλε μάσκα στο παιδί του
Δεύτερη μέρα συνεχόμενη ο αρνητής πατέρας σε σχολείο της Θέρμης Θεσσαλονίκης πήγε στο σχολείο χωρίς μάσκα και χωρίς την σχολική κάρτα.
Χωρίς το παιδί του αυτή τη φορά μετέβη στο σχολείο ο πατέρας αρνητής στη Θέρμη Θεσσαλονίκης. Σε νέες δηλώσεις του έκανε γνωστό ότι προχωρά σε μηνύσεις κατά της διευθύντριας.
Ο πατέρας αρνητής των self test πήγε και σήμερα (22.09.2021) στο 2ο Δημοτικό στη Θέρμη Θεσσαλονίκης, μία ημέρα μετά το επεισόδιο με τη διευθύντρια του σχολείου. […]
[…]
Μάλιστα, όπως εξήγησε στην κάμερα του ANT1, θα υποβάλει μήνυση κατά της διευθύντριας και θα αξιώσει το ποσό των 2.700.000 ευρώ.
Τι ισχύει
Στις 21 Σεπτεμβρίου 2021, ο κ. Ιωάννης Σαριανίδης, πατέρας μαθητή στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Θέρμης στη Θεσσαλονίκη δημιούργησε επεισόδιο στο σχολείο κατόπιν άρνησης εισόδου του μαθητή επειδή δεν προσκόμισε την κάρτα με το αποτέλεσμα του self test, ούτε φορούσε μάσκα. Την επόμενη ημέρα ο κ. Σαριανίδης εμφανίστηκε σε τηλεοπτική εκπομπή και προέβη σε δηλώσεις στα ΜΜΕ.
Στη πρωϊνή τηλεοπτική εκμπομπή του σταθμού ANT1 Καλημέρα Ελλάδα, παρά τη σχετική αναφορά των υπό εξέταση δημοσιευμάτων, ο κ. Σαριανίδης σε κανένα σημείο δεν ανέφερε ότι έχει υποβάλει ή πρόκειται να υποβάλει μήνυση ή έγκληση (σ.σ. δικονομικοί θεσμοί του ποινικού δικαίου) για κάποιο έγκλημα του ποινικού κώδικα στο οποίο προέβη η διευθύντρια του σχολείου.
Στο πλαίσιο των ίδιων δηλώσεων, καταγράφηκε σε βίντεο να λέει τα εξής στους παριστάμενους δημοσιογράφους:
Στο παραπάνω βίντεο, μεταξύ άλλων, αναφέρει:
Ήρθα σήμερα να αφήσω ένα διαβιβαστικό, να επιδώσω τη σύμβασή μας, να πάρω αριθμό πρωτοκόλλου, να ενημερώσω τη διευθύντρια, η οποία θα έπρεπε ήδη να έχει ενημερωθεί από την κα. Κεραμέως, η οποία έχει υπογράψει και έχει αποδεχτεί τους όρους της σύμβασής μας, είναι αντισυμβαλλόμενο μέρος. Την αποδέχτηκε σιωπηρά. Μετά από 60 μέρες, όπως γνωρίζετε, η αποδοχή γίνεται σιωπηρά, και έχει τρεις φορές μεγαλύτερη δύναμη απ΄ ό,τι αν υπογράψει με το ίδιο του το χέρι πάνω σε ένα χαρτί.
Θα μπω μέσα, θα αναζητήσω τη διευθύντρια, θα γνωστοποιήσω τη σύμβασή μας, θα πάρω αριθμό πρωτοκόλλου, και μετά θα επιδώσω με τη σειρά μου τα πρόστιμα, τα οποία αρμόζουνε στις παράνομες παραβατικές πράξεις, τις εγκληματικές (…).
Θα επιβάλλω πρόστιμο στην ίδια 2.700.000 ευρώ. Τα 2.700.000 ευρώ για τη διευθύντρια μόνο, οι υπόλοιποι θα πάρουν μεγαλύτερα ποσά.
Τα έγγραφα που ανέφερε ότι επέδωσε στη διευθύντρια, είναι τα παρακάτω:
Επομένως, δεν πρόκειται για υποβολή μήνυσης, ούτε για αγωγή με την οποία ζητείται από αστικό (πολιτικό) δικαστήριο να επιδικαστεί ποσό για αποκατάσταση κάποιας ζημίας ή βλάβης του. Ο κ. Σαριανίδης επέδωσε ένα ιδιωτικό έγγραφο με τίτλο “οφειλή από σύμβαση”.
Οι σχετικοί ισχυρισμοί της ομάδας “Έλληνες Αυτόχθονες Ιθαγενείς”
Στα τέλη του 2020 κυκλοφόρησε στο Facebook ένας νομικοφανής ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο με μια απλή “ανάκληση πληρεξουσιότητας”, απευθυνόμενη προς βουλευτές και άλλα πολιτειακά ή διοικητικά όργανα, ο εκάστοτε πολίτης παύει να δεσμεύεται πλέον από τους νόμους του ελληνικού κράτους. Ωστόσο, η εν λόγω επιχειρηματολογία δεν έχει πραγματική βάση. Μάλιστα, ο κ. Σαριανίδης ήταν αυτός που είχε αναρτήσει ένα βίντεο με μεγάλη απήχηση, όπου εξηγούσε τη διαδικασία “απαλλαγής” του κάθε πολίτη από τους “αντιπροσώπους” του.
Αντίστοιχα, στην προαναφερθείσα εκπομπή “Καλημέρα Ελλάδα”, το Σεπτέμβριο του 2021 είχε αναφέρει τα εξής:
Η Εισαγγελέας δεν έχει καμία εξουσία επάνω μου, κανένας εισαγγελέας, τους έχω ανακαλέσει όλους, και τις τρεις λειτουργίες του κράτους. Δεν έχουνε επάνω μου καμία, μα καμία δικαιοδοσία. (…) Δείτε στους «Έλληνες Ιθαγενείς» τη σύμβασή μας.
Σε άλλο σημείο των δηλώσεων ανέφερε:
Δεν υπάρχουν ΚΥΑ για μένα, υπάρχει μόνο μία απόφαση που παίρνεις για να γίνεις ελεύθερος άνθρωπος – να ανακαλέσεις τους αντιπροσώπους σου.
Σε ανάρτηση ενός από τους επικεφαλής της ομάδας των “αυτόχθονων ιθαγενών”, Δημητρίου Μαντέ, διαβάζουμε τα εξής:
Η ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ που καταθέσαμε από τις 6/4/2020 όλοι οι Αυτόχθονες Έλληνες Ιθαγενείς και Κυρίαρχοι και Ιδιοκτήτες, οι οποίοι ως αμιγής πληθυσμός προστατευόμαστε από δεκάδες Διεθνείς Συμβάσεις που είναι υπερσυνταγματικές, έχει ως αποτέλεσμα πλέον:
Να μην ισχύει κανένας Νόμος του Κράτους από τους Αντιπροσώπους, μετά τις 6/4/2020 για μας, αφού τους έχουμε ανακαλέσει. (Έχουμε ελεύθερη μετακίνηση σε όλη τη Χώρα, δεν φοράμε μάσκα, δεν κάνουμε εμβόλια, ούτε αυτοδιαγνωστικά self tests κλπ).
Συγχρόνως με την ΑΝΑΚΛΗΣΗ που καταθέσαμε σε όλους (Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Πρωθυπουργό, Βουλή των Ελλήνων, Άρειο Πάγο, Εισαγγελείς όλης της Χώρας, όλα τα Υπουργεία, Αστυνομικά Τμήματα, Στρατό κλπ), τους έχουμε επιδώσει άλλη Σύμβαση (όπως το Σύνταγμα, που είναι και αυτό μία «σύμβαση» που ορίζει τις σχέσεις Κυβερνόντων προς κυβερνομένους). Οι Συμβάσεις αυτές είναι δύο κατηγορίες. Οι Γενικές Συμβάσεις που απευθύνονται γενικά σε όλη τη Δομή της Δημόσιας Διοίκησης και των Αντιπροσώπων και οι ειδικές Συμβάσεις που απευθύνονται ειδικά σε φορείς που διαχειρίζονται έκτακτα φλέγοντα θέματα όπως προς το Εθνικό Σύστημα Υγείας, Νοσοκομεία κλπ ή προς τα Σχολεία και των τριών βαθμίδων Εκπαίδευσης, για χρήση μάσκας, self tests, εμβολίων κλπ.
Οι Συμβάσεις αυτές απορρέουν από το Νομικό και φυσικό δικαίωμά μας, αφού ανακαλέσαμε την Νομοθετική, Εκτελεστική και Δικαστική Εξουσία, οι εξουσίες αυτές επέστρεψαν σε μας, από τις οποίες πηγάζουν (Σύνταγμα άρθρο 1, παρ.3) Όπως είναι φυσικό λοιπόν ενεργήσαμε και ενεργούμε ως Νομοθέτες (έχουμε κάνει όλες τις απαιτούμενες νέες Συμβάσεις), ενεργούμε ως Εκτελεστική εξουσία εκτελώντας αυτές τις Συμβάσεις και ενεργούμε ως Δικαστική Εξουσία, αφού έχουμε επιβάλλει ποινές φυλάκισης καθώς και χρηματικά πρόστιμα τιμολόγια στους παραβάτες, τα οποία θα εκδικάζονται στα Αστικά Δικαστήρια, ενώ παράλληλα, κάθε ένας από μας έχει δικαίωμα να κόβει ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ -ΠΡΟΣΤΙΜΟ καθώς και ένταλμα συλλήψεως προς τον παραβάτη.
Οι Έλληνες Αυτόχθονες Ιθαγενείς είμαστε καθ΄όλα νόμιμοι και νομοταγείς πολίτες, είμαστε οι εξ΄αδιαιρέτου όλοι ίσοι και νόμιμοι ιδιοκτήτες της ελληνικής γης και ό,τι αυτή παράγει, με σαφείς διαδικασίες παίρνουμε πάλι πίσω τόσο τη ζωή μας, όσο και την περιουσία μας, ενώ βοηθούμε όλοι οι Έλληνες πολίτες να πράξουν το ίδιο και να λευτερωθούν από τη μέγγενη των Αντιπροσώπων, των Τραπεζών, της ΑΑΔΕ και κάθε άλλου επικίνδυνου φορέα που δρα κατά των Συμφερόντων του Έθνους των Ελλήνων.
Στην Ελλάδα το πολίτευμα είναι προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, και επικρατεί ο τύπος της αντιπροσωπευτικής, όχι άμεσης, δηλαδή, δημοκρατίας.
Βασικές, θεμελειώδεις συνταγματικές αρχές είναι, μεταξύ άλλων, η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και η αντιπροσωπευτική αρχή.
Στο ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδος αναφέρεται πως:
Oι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος.
Άρθρο 51 Συντ., παρ. 2
Στην ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων διαβάζουμε τα εξής:
Γιατί λέμε ότι οι Βουλευτές εκπροσωπούν το έθνος και όχι τους εκλογείς τους; Οι Βουλευτές ψηφίζουν κατά συνείδηση. Δεν εκπροσωπούν ειδικά όσους τους ψήφισαν ή μόνον τους πολίτες της εκλογικής τους περιφέρειας και δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν τις γνώμες εκείνων. Αν το έκαναν, τότε η Βουλή δεν θα ήταν θεσμός αντιπροσώπευσης του λαού γενικά, αλλά ειδικών ή κατά τόπους συμφερόντων.
Σύμφωνα με τον Αντώνη Μανιτάκη, Ομότιμο Καθηγητή Νομικής ΑΠΘ,
Η μεν αρχή της λαϊκής κυριαρχίας κατοχυρώνεται συνταγματικά, εφόσον και καθόσον όλες οι κρατικές εξουσίες ασκούνται «καθ΄όν τρόπον ορίζει το Σύνταγμα» και «υπάρχουν υπέρ του λαού και του έθνους», η δε αντιπροσωπευτική αρχή ορίζει ότι οι «βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος». Από τις αρχές αυτές συνάγεται ότι οι βουλευτές επιλέγονται από ένα κόμμα και εκλέγονται από τον λαό, για να αντιπροσωπεύσουν -και όχι να εκπροσωπήσουν- το σύνολο του λαού και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του και όχι μόνον μιας μερίδας του ή μόνον τους ψηφοφόρους τους. Αν ως λαϊκή εντολή εννοείται ένα είδος επιτακτικής, κομματικής, εντολής των ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος προς τους βουλευτές του, τότε η δέσμευση αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί ως δέσμευση ηθικο-πολιτικής υφής -μεγάλης σημασίας, είναι αλήθεια, για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Αφορά όμως την πολιτική σχέση των ψηφοφόρων του κόμματος προς τους βουλευτές τους και δεν απορρέει ούτε βρίσκει κανονιστικό έρεισμα στην αντιπροσωπευτική αρχή ή στη λαϊκή κυριαρχία, ούτε, βέβαια, χαρακτηρίζει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που δεν είναι δημοκρατία της επιτακτικής εντολής.
Σύμφωνα με τον Μιχάλη Ιωαννίδη, Επιστημονικό Συνεργάτη στο Ινστιτούτο Max Planck Συγκριτικού Δημοσίου και Διεθνούς Δικαίου της Χαϊδελβέργης,
Σύμφωνα με το Σύνταγμά μας, οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος συνολικά [άρθρο 51 (2) του Συντάγματος]. Δεν εκπροσωπούν, άρα, ειδικά συμφέροντα, όπως το συμφέρον της τοπικής τους εκλογικής περιφέρειας, του κόμματος με το οποίο εκλέγονται ή κάποιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας (ούτε βέβαια του κάθε ενός ψηφοφόρου τους ξεχωριστά!). Δεν μπορεί άρα, να προβληθεί εναντίον τους, με βάση το Σύνταγμα, ότι δεν εκπροσωπούν αποτελεσματικά κάποια συγκεκριμένη ομάδα ψηφοφόρων, ακόμα και αν προεκλογικά το είχαν υποσχεθεί.
Οι βουλευτές αποφασίζουν κατά συνείδηση τι υπηρετεί καλύτερα το έθνος και έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και της ψήφου (άρθρο 60 παρ. 1 του Συντάγματος). Το Σύνταγμά μας δεν προβλέπει περιορισμό αυτής της ελευθερίας ούτε από το κόμμα στο οποίο ανήκει ο βουλευτής ούτε από τους εκλογείς που τον ανέδειξαν. Επιπλέον, ούτε το κόμμα του, ούτε οι ψηφοφόροι μπορούν να αφαιρέσουν την βουλευτική έδρα. Το Σύνταγμά μας δεν προβλέπει τη δυνατότητα ανάκλησης βουλευτή από τους ψηφοφόρους, ούτε παρέχει στα κόμματα την εξουσία να απομακρύνουν βουλευτές με τους οποίους δεν συμφωνούν από τη Βουλή και να τους αντικαταστήσουν με άλλους. H παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα είναι αποκλειστικό δικαίωμα του βουλευτή (άρθρο 60 παρ. 2 του Συντάγματος). Ο ρητός αυτός κανόνας είναι η βασικότερη έκφραση και εγγύηση της λεγόμενης «ελεύθερης εντολής» των βουλευτών ως αντιπροσώπων του έθνους.
Με λίγα λόγια, οι βουλευτές δεν έχουν κάποια προσωπική σχέση αντιπροσώπου ή πληρεξουσίου όπως μπορεί να ισχύει στο αστικό δίκαιο, δηλαδή μεταξύ δύο φυσικών ή νομικών προσώπων, με τον κάθε πολίτη ξεχωριστά. Τέτοια σχέση έχει ένας δικηγόρος και έναν πολίτης σε υπόθεση υπεράσπισης ποινικής κατηγορίας ή για αιτήσεις σε δημόσιες αρχές. Επομένως, η “δήλωση ανάκλησης αντιπροσώπευσης” προς βουλευτές ή τη βουλή δεν “αποδεσμεύει” νομικά αυτόν που προβαίνει σε τέτοια δήλωση. Όσα ψηφίζονται από τη βουλή δεν εξαρτώνται από κάποια προσωπική σχέση εντολής, που, όταν λείπει, ο πολίτης δεν δεσμεύεται.
Τα ίδια ισχύουν και για τα υπόλοιπα συνταγματικά αξιώματα. Την κυβέρνηση στηρίζει με ψήφο εμπιστοσύνης η Βουλή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον πρωθυπουργό, η Βουλή ψηφίζει κατά πλειοψηφία τα νομοσχέδια που προτείνει η Κυβέρνηση, και δημοσιεύονται ως νόμοι από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η εκτελεστική εξουσία, με κανονιστικές πράξεις όπως προεδρικά διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις και ούτω καθεξής θεσπίζει επιμέρους κανόνες δικαίου. Δεν ερωτάται ούτε απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του κάθε κατοίκου για τη λειτουργία του πολιτεύματος και των νόμων, και, ακόμη περισσότερο η όποια δήλωση κάποιου πολίτη ότι “δεν τον εκπροσωπεί” δεν έχει κανένα απολύτως αντίκρισμα στην ισχύ των αποφάσεων της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Το Σύνταγμα και όσα προβλέπει δεν λειτουργεί υπό την αίρεση κάποιας δήλωσης ή απόσυρσης της δήλωσης συμφωνίας των πολιτών.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Συντάγματος,
Oι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
Eνδεικτικά, σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε όλες τις πράξεις που τελέστηκαν στο έδαφος της επικράτειας, ακόμη και από αλλοδαπούς. Κατά συνέπεια, δεν ερωτάται ο καθένας εάν θέλει να εφαρμόζεται η ποινική νομοθεσία στον ίδιο, ούτε η “ανάκληση της πληρεξουσιότητας” προς τη Βουλή, τους Υπουργούς, τον Αρχηγό της ΕΛΑΣ και ούτω καθεξής συνεπάγεται ότι ο εκάστοτε πολίτης “εξαιρείται” από την εφαρμογή της.
Επίσης, αν και αναφέρονται διάφορες διατάξεις του Αστικού Κώδικα προς υποστήριξη της δυνατότητας “ανάκλησης αντιπροσώπευσης”, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τα έγγραφα αυτά υποβάλλονται προς συνταγματικούς θεσμούς, ή δημοσίου δικαίου δηλαδή θεσμούς που ρυθμίζουν τις σχέσεις των πολιτών με το κράτος. Ο Αστικός Κώδικας εξ ορισμού διέπει τις σχέσεις των φυσικών και νομικών προσώπων μεταξύ τους, δηλαδή μεταξύ ιδιωτών. Ενώ ισχύουν οι κανόνες για την άμεση αντιπροσώπευση και πληρεξουσιότητα μεταξύ ιδιωτών, δεν ισχύουν για τη σχέση ενός πολίτη με τον πρωθυπουργό, κάποιον βουλευτή, τα δικαστήρια και την αστυνομία ως θεσμούς.
Μια σημαντική παρανόηση που έχει παρατηρηθεί στο πλαίσιο των ισχυρισμών που διατυπώνουν ομάδες όπως οι “αυτόχθονες ιθαγενείς” αφορά τη στάση της διοίκησης ή άλλων θεσμών της νομοθετικής, δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας στα έγγραφα που καταθέτουν τα μέλη αυτών των ομάδων.
Σε όσες περιπτώσεις αναφέρεται κάποια ενεργοποίηση της “ανάκλησης αντιπροσώπευσης”, αυτή αφορά απλώς η επίδοση του εγγράφου σε κάποια αρχή, με δικαστικό επιμελητή, με λήψη αριθμού πρωτοκόλλου και ούτω καθεξής. Ως ενδεικτικά παραδείγματα μπορείτε να δείτε την έκθεση επίδοσης της δήλωσης των “αυτόχθονων ιθαγενών” προς τον Αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας εδώ και έγγραφο προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εδώ, όπου οι επιδόσεις είναι το μόνο στοιχείο “αποδοχής” του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων.
Από τη στιγμή που οι δηλώσεις αυτές δεν έχουν κανένα νομικό αντίκρυσμα, η επίδοσή τους στις αρχές δεν παράγει κάποιο νομικό αποτέλεσμα ή έννομες συνέπειες τις οποίες μάλιστα να μπορούν να προβάλλουν ενώπιον άλλων αρχών, πολιτών ή εταιριών, δηλαδή κρατική αρχή ή τρίτο πρόσωπο.
Σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ΚΔΔιαδ), παρότι η υπηρεσία στην οποία υποβάλλεται η αίτηση χορηγεί στον ενδιαφερόμενο απόδειξη παραλαβής όπου περιλαμβάνονται ο οικείος αριθμός πρωτοκόλλου και λοιπά σχετικά στοιχεία, η αίτηση αφορά τις περιπτώσεις έκδοσης συγκεκριμένης διοικητικής πράξης και μόνον όταν προβλέπεται από το νόμο. Επίσης, ενώ τίθενται προθεσμίες, κατά κανόνα 50 ή 60 ημερών, για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης, οι υπηρεσίες απαλλάσσονται από αυτές τις υποχρεώσεις αν το αίτημα είναι εμφανώς παράλογο, αόριστο, ακατάληπτο ή επαναλαμβάνεται κατά τρόπο καταχρηστικό.
Όταν η διοίκηση δεν απαντά σε συγκεκριμένο αίτημα εντός προθεσμίας, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι επρόκειτο για σαφές αίτημα, δεν σημαίνει ότι έχει γίνει αυτομάτως αποδοχή της αίτησης και ικανοποίηση του αιτήματος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, πέραν ειδικών διατάξεων, αυτή η στάση της διοίκησης ερμηνεύεται ως σιωπηρή άρνηση ή σιωπηρή απόρριψη.
Eπιπρόσθετα, η σύναψη σύμβασης με δημόσια αρχή δεν είναι το ίδιο με μια απλή αίτηση προς τη διοίκηση ή μια συμφωνία μεταξύ ιδιωτών, αλλά διέπεται από αυστηρότερους όρους. Προβλέπεται αυστηρά έγγραφος τύπος και για την πρόταση και την αποδοχή. Δε καταφέραμε να εντοπίσουμε σχετική πηγή που να τεκμηριώνει ότι επιτρέπεται σιωπηρή αρχική κατάρτιση δημόσιας σύμβασης, δηλαδή χωρίς κάποια έγγραφη, ρητή αποδοχή της πρότασης σύμβασης.
Βάσει των ανωτέρω, τα έγγραφα που καταθέτουν οι “αυτόχθονες ιθαγενείς” δεν αλλάζουν την υφιστάμενη στην Ελλάδα συνταγματική και νομική τάξη, ούτε παράγουν έννομα αποτελέσματα για τους ίδιους, όπως για παράδειγμα εξαίρεσή τους από το νόμο, ή έναντι άλλων, όπως απαιτήσεις από άλλα πρόσωπα ή αρχές. Επίσης τα εν λόγω έγγραφα δεν προσδίδουν στα μέλη αυτών των ομάδων τις ιδιότητες της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας.
Η σύνταξη εγγράφων από αυτές τις ομάδες που επί της ουσίας αντιποιούνται αυτές τις εξουσίες, παριστάνουν δηλαδή χωρίς καμία απολύτως νομική βάση την εκτελεστική νομοθετική ή δικαστική αρχή, δεν παράγει κανένα απολύτως νομικό αποτέλεσμα και είναι ανυπόστατες.
Με άλλα λόγια, το έγγραφο που παρουσίασε ο κ. Σαριανίδης δεν έχει πραγματική νομική αξία, ούτε δημιουργεί υποχρεώσεις προς άλλα πρόσωπα, όπως υποχρέωση καταβολής χρηματικού ποσού στον προσωπικό τραπεζικό του λογαριασμό.
Λαμβάνοντας υπόψη όσα είχε δηλώσει δημόσια, η “σύμβαση” για την οποία κάνει λόγο ο κ. Σαριανίδης , είναι μια ανεπίσημη δήλωση την οποία έστειλε προς τη διευθύντρια του σχολείου. Σύμφωνα με τον ίδιο επειδή έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου για την παραλαβή, όχι αποδοχή, του εγγράφου “καταρτίστηκε” σύμβαση με το σχολείο με όρους που ο ίδιος αυθαίρετα προσδιόρισε, και βάσει αυτής εξέδωσε “πρόστιμο”. Ωστόσο, το έγγραφο του προστίμου δεν έχει καμία νομική υπόσταση.
Με παρόμοιες περιπτώσεις ισχυρισμών σύμφωνα με τους οποίους ο εκάστοτε πολίτης μπορεί να απαλλαχθεί από τις υποχρεώσεις του απέναντι στους νόμους του κράτους ή άλλες οικονομικές του υποχρεώσεις έχουμε ασχοληθεί σε προηγούμενα άρθρα μας τα οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ και εδώ.
Συμπέρασμα
Με βάση όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ο ισχυρισμός ότι ο Ιωάννης Σαριανίδης, γονέας μαθητή δημοτικού σχολείου στη Θέρμη Θεσσαλονίκης, υπέβαλε ή είχε σκοπό να υποβάλει μήνυση προς τη διευθύντρια ύψους 2.7 εκατομμυρίων ευρώ επειδή δεν επέτρεψε στον μαθητή να εισέλθει στο σχολείο είναι ανακριβής. Ο κ. Σαριανίδης δεν δήλωσε ότι κατέθεσε ή ότι θα κατέθετε μήνυση, αλλά ότι, με έγγραφο που συνένταξε ο ίδιος, μετά τη “σύμβαση” που κατήρτησε ως αυτόχθων ιθαγενής, “επέβαλε πρόστιμο” με αυτό το ποσό στη διευθύντρια του σχολείου.
Ο εν λόγω ισχυρισμός βασίζεται στην νομικά αβάσιμη θέση ότι, με την υποβολή κάποιας δήλωσης “ανάκλησης της πληρεξουσιότητας” ή της “αντιπροσώπευσης” προς κάποια δημόσια αρχή ή εξουσία, ο εκάστοτε πολίτης μπορεί να λειτουργεί ως νομοθετική, εκτελεστική ή δικαστική εξουσία. Οι συνταγματικοί θεσμοί, οι νόμοι και οι κανόνες δικαίου ισχύουν χωρίς να υπάρχει ανάγκη συμφωνίας του κάθε πολίτη με αυτούς που τους θεσπίζουν. Επομένως η σχετική δήλωση δεν παράγει κανένα νομικό αποτέλεσμα που να μπορεί να επικαλεστεί κάποιος ενώπιον των αρχών ή έναντι άλλων προσώπων. Η αντιπροσώπευση είναι θεσμός του αστικού δικαίου, δηλαδή αφορά τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (φυσικών και νομικών προσώπων) και δεν καταργεί τις σχέσεις δημοσίου δικαίου, που εξ ορισμού αφορούν τη σχέση πολιτών και κράτους. Οι βουλευτές, για παράδειγμα, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν έχουν προσωπική σχέση αντιπροσώπου με κάθε πολίτη καθώς είναι εκπρόσωποι ολόκληρου του έθνους.
Η πρωτοκόλληση εγγράφων, η σιωπηρή στάση της διοίκησης απέναντι στα νομικώς παράλογα αιτήματα και η άρνηση απάντησης σε προτάσεις σύμβασης, δεν σημαίνουν ότι τα έγγραφα που υποβάλουν ομάδες όπως οι “αυτόχθονες ιθαγενείς” αποκτούν αυτόματα ισχύ και δημιουργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Με βάση όλα τα παραπάνω οι πληροφορίες που παρατίθενται στο εξεταζόμενο άρθρο κρίνονται ανακριβείς και καταρρίπτονται.
Η διασταύρωση των πληροφοριών έγινε από τον ελληνικό οργανισμό διασταύρωσης ειδήσεων Ellinikahoaxes.gr
ΠΗΓΗ: